Τα δωδεκαημερα μια φορά ένα ησκιωτικό είχε γένει σάμ παπάς και μπήκε σε μια εκκλησιά μέσα, αλλά τον έννοιωσαν αμέσως κι έκλεισαν σφιχτά τες θύρες κι εβούλωσαν ως και τις κλειδονότρυπες κι αρχίνησαν δια του πάρτο όλο θυμίαμα, την εθυμιάτησαν ως που ο παπάς εκείνος έσκασε, κι ύστερα γίνηκε μαύρος κόρακας κι απέταξε μια φορά 'ς την κορφή της εκκλησιάς κι έπεσε κάτω κι έσκασε. Και εκεί πόπεσε κάτω κι έσκασε και εκεί πόπεσ' εμαύρισ' η πλάκα κι εγίνκεν άφαντος. <Μπήκε ίσως 'ς τα άβαθνα της γής> Κι ακόμα η πλάκα, λέν αύξεται μαύρη.
Place recorded
Ήπειρος, Ζαγόρι, ΒίτσαRecording year
1919Source
Αρ. 36 – 300 – 139, Ήπειρος [Κυρίως Βίτσης Ζαγορίου], Δ. Μ. ΣάρροςCollector
Source index and type
36, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT