Τα καλικατζόνια ερχούνται του Χριστού το βράδυ. Κατουράνε τη φωτιά και δε πιάνουν τα ξύλα, γι αυτό βάνουνε στη φωτιά χαμολιό που τους βρωμάει. Ούτε πρέπει ν’αφήκης τίποτε ξεσκέπαστο ή ξεβούλωτο γιατί μπαίνουν μέσα και το μαγαρίζουν. Ο πατέρας μου μια φορά είχε ξεχασμένη μια μποτίλια αβούλωτη και τον είδε τον καλλικάντζαρο που ήτονε όσο το μεσανό μου το δάχτυλο, και ανέβηκε στο τραπέζι και μπλόπ! Έπεσε μέσα στο μπουκάλι και το μαγάρισε. Μια γυναίκα πάλι, την Χαραλάμπαινα τη Σταμάταινα, τήνε σκοτώσανε τα καλικατζόνια. Γύριζε τη νύχτα στο σπίτι της και τήνε τσακώσανε, τήνε βαρήγανε από δώ, τήνε σκουντάγαν από ‘κεί, που τήνε τουμπανιάσανε τη γυναίκα από το ξύλο και γύρισε σπίτι της κακώς έχοντα. Σαράντα μέρες έζησε κι αποπέθανε.
Place recorded
Μεσσηνία, Πύλος, ΚορώνηRecording year
1938Source
Αρ. 1159 Α, σελ. 19, Γ. Ταρσούλη, Κορώνη Πυλίας, 1938Collector
Source index and type
1159 Α, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT