Το άλεσμα στα πάγανα
Δεν κάνει να αλέθουμε το δωδεκαήμερο, που’ναι τα πάγανα, γιατί τότε στο μύλο προ πάντων μαζεύονται πάγανα και δεν κάνει να πάμε. Είναι κακό. Κάποτε ένας αποφάσισε και πήγε ν’αλέση. Εκεί βρήκε ένα πάγανο ολόγυμνο. Ως που ν’αλέση, έβαλε μια σούφλα γουρουνίσιο κρέας να το ψήση. Το πάγανο έφερε κι αυτό βαθράκια, τα σούφλισε και τα ‘ψαινε κοντά στη σούφλα, που ‘χε ο άνθρωπος, και τα’άγγιουγε απάνω στο κρέας, για να το μαγαρίση. Έλεγε "Τσίτσι συ, τσίτσι γώ, καλύτερο το δικό μου τσίτσι!" Έτσι το μαγάρισε το κρέας κι αναγκάστηκε να το πετάξη ο άνθρωπος. Άμα άλεσε, για να γλυτώση από το πάγανο, γιατί το έκαψε με τη σούφλα στον κώλο και κείνο προσκάλεσε και τα’άλλα πάγανα και γιόμισε ο μύλος, φόρτωσε τα σακκιά κι αυτός μπήκε πανωγόμι το πανωγόμι δεν το πειράζουν οι δαιμόνοι. Το άλογο τον πάγαινε στο σπίτι. Μαζεύονταν τα πάγανα από κοντά του και κοίταζαν να τον βρούν, αλλά δεν τον εύρισκαν’ δεν τον έβλεπαν που ήταν πανωγόμι. Γύριζαν λοιπόν πίσω στο μύλο, για να τον βρούν. Τίποτα κ’ εκεί. Κ’ έτσι γλύτωσε ο άνθρωπος.
Place recorded
ΑιτωλίαRecording year
1948Source
Δ. Λουκόπουλος, Αιτωλία, Λαογραφία ΙΒ, 1938 – 1948, σελ. 21Collector
Source index and type
Λαογραφία, ΙΒ, ΠεριοδικόItem type
ΠαραδόσειςTEXT