Τα Δωδεκάημερα τα φυλάνε να μη πηγαίνουν νύχτα στο μύλο γιατί τον παίρνουνε κανήνε τα καλικαντζόνια. Μια φορά, έχουνε να ειπούνε, πως επήγε ένας στο μύλο ν’αλέση γέννημα και τόνε κυνηγήσαν τα καλικαντζόνια. Εκείνος πρόκαμε να φορτώση το γέννημα κι έκατσε επάνω στο σαμάρι σαν πανωγκόμι και σκεπάστηκε κιόλα μ’ένα σακκί. Τόνε προκάμανε καμμιά φορά τα καλικατζόνια, τηράγανε μπρός, πίσω, λέγανε Έ τόνα πλευρό, έ και τα’άλλο, έ και το πανωγόμι. Πίσω θα είναι ο κερατάς, στη χούρχουλη του μύλου. Τρέχανε πιλάλα να τόνε βρούνε στο μύλο, δεν τονε βρίσκανε, τρέχανε πίσω, προκάνανε, τ’άλογο. Έ, τόνα πλευρό, έ και τ’άλλο, έ και το πανωγόμι. Πίσω θα είναι ο κερατάς, στη χούρχουλη του μύλου. Τρέχανε πάλι στο μύλο και τούτο γενότανε ώσπου ξημέρωσε και την εγλύτωσε ο άνθρωπος.
Τόπος Καταγραφής
Μεσσηνία, Πύλος, ΖιζάνιΧρόνος καταγραφής
1939Πηγή
Αρ. 1378 Α, σελ. 129, Γ. Ταρσούλη, Ζιζάνι Πυλίας, 1939Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1378 Α, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT