Εις το προκείμενον θα αναφέρωμεν μερικάς από τας δοξασίας, τας παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, που επικρατούν κατά τας ημέρας του Δωδεκαημέρου εις εν μικρόν χωρίον της Ηπείρου. Και άς αρχίσωμεν ιστορούντες από τους Καλικαντζάρους. Όλοι θα έχωμεν ακούσει ότι τα Δωδεκάημερα βρισκόμεθα υπό την κυριαρχίαν πονηρών πνευμάτων <των σιαταναρίων> καθώς τα λένε στο χωριουδάκι αυτό, τα οποία παρακολουθούν κατά βήμα τον άνθρωπον και τον οδηγούν ή τουλάχιστον προσπαθούν να τον οδηγήσουν στο κακό. Πολλάκις προξενούν τον φόβον και τον τρόμον των χωρικών εις τοιούτον σημείον δε ώστε να πίπτουν λιπόθυμοι κατά γης και να μένουν έτσι επί ώρας ολοκλήρους αναίσθητοι. Οι σιαταναρέοι αυτοί φανερώνονται κυρίως το βράδυ, από το θάμπωμα μέχρι τα μεσάνυχτα. Τόπος κατοικίας την θεωρούνται τα ρέματα, απότωμα λαγκάδια. Απ’εκεί μόλις θαμπώσει ξεπηδούν και καταλαμβάνουν το χωριό. Παρουσιάζονται σαν φαντάσματα σκελετωμένων ανθρώπων, αλλά κυρίως μεταμφιέζονται εις ζώα, γίδια, αγελάδια, γάτες κ.λ.π μόνον πρόβατα που δεν γίνονται, διότι το πρόβατο είναι καθώς λέγει ευλογημένο απ’το θεό. Κυνηγούν κυρίως τα κορίτσια. Μια γριά μου είπε : Άχ! Τι τραβάμαν εμείς μια βολά απ’αυτούς, μας έπαιρναν απ’το κοντό όθι κι αν πηγαίναμε για ξύλα στου λόγγου, για νηρό στη βρύσ’, τίπ, τ/π, πήδαγαν απ’ιδώ κι α’ικεί’’. Μόνο μες στα σπίτια δεν μπαίνουν <α στου σπίτ’ τι έχι να κάν’ άμα έχις του καντήλι>. Κάθοται απ’έξω από το σπίτι και τρώνε κυρίως στα σταλάματα του σπιτιού, γι αυτό είναι κακό να βγής έξω το βράδυ, διότι υπάρχει φόβος μήπως πατήσης στην τάβλα τους. ‘’Άμα πάτσης στ’ντάβλα σ’φεύγν’ τα μυαλά, σ’παίρν’ τα’ν κρίσι, ου σχιουρημένος ο Λία Σύρους το ‘παθε απ’τα σκαταναρούδια, γιατί κατούραε στα σταλάματα’’. Όποιος βγή έξω τη νύχτα πρέπει να γυρίση και ν’ανάψη φωτιά. Όταν δεν ανάψη δεν βρίσκει ησυχία όλη τη νύχτα. ‘’Δεν σιγουρεύεται καθόλου.’’
Τόπος Καταγραφής
ΉπειροςΧρόνος καταγραφής
1951Πηγή
Λ. Α. αρ. 2265, σελ. 1 – 4, Δ. Κ. Μελά, Ήπειρος, 1951Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2265, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT