Ένας που ‘τανε κράκτης (=καντηλανάφτης) χρόνια σεράντα στην εκκλησά των Νικειών, στα Εισόδια της Παναγιάς είδε καλοβαρβάρες, ήτο πατέρας μου και μας τα ‘λεε. Ήτο παραμονές Χριστούεννα και σηκώθηκε τα μεσάνυχτα (ν)α φωνάξη τον κόσμο στην εκκλησά γιατί έτσι (γ)ίνεται, περνούσε κ’εφώναζε και χτυπούσε τις πόρτες απ’όλες τις στράτες. Άμα έφτασε σ’ένα μέρος που τον λέμε Άλιτα (έχει εκεί μια αγριοσυκιά, γιαυτό το λέμε έτσι παλιά είχε πολλά άλιτα) είδε ομπρός του μια γεναίκα με άσπρα ντυμένη όσο πάαινε κοντά της (προς την γεναίκα αυτή ψήλωνε μέχρι που έφτασε σ’ένα σημείο που ‘έν μποσούσε (ν)α ανετρανίση (=κοιτάξη) τότε κατάλαβε πως ήτο άσκημο πράμα φάντασμα, Καλοβαρβάρα κ’έκαμε το σταυρόν του κ’έφυε.
Place recorded
Νίσυρος, ΝικειάRecording year
1964Source
Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 274 – 275, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Νικειά Νισύρου Δωδεκανήσου, 1964Collector
Source index and type
2892, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT