Η καπηδάρα της γοργόνας
Στην Κρήτη υπάρχει η εξής ωραιοτάτη παράδοσις για την αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου : Ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο Μακεδών, εκεί που γύριζε σ’όλο τον κόσμο, βρήκε κάπου και το αθάνατο νερό και γέμισε απ’αυτό ένα μπουκαλάκι, που το είχε πάντα μαζύ του. Σ’ένα μεγάλο πάλι μπουκάλι, είχε βαλμένο μέσα το Διάβολο και τον είχε τόσο καλά σφραγισμένο, που δεν μπορούσε να βγή έξω, χωρίς τη δική του την άδεια. Μα η αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήξερε την ιστορία των δυό μπουκαλιών και μια μέρα που έλειπε ο Αλέξανδρος, πήγε στο ντουλάπι που ήσαν φυλαγμένα τα δυό μπουκάλια και άρχισε να τα κυττάζη. Τότε ο Διάβολος, βλέποντας την μοναχή της έπιασε κουβέντα, μέσα από την μπουκάλα, που ήταν κλεισμένος και την παρακαλούσε να τον βγάλη από αυτή. Μα εκείνη του απάντησε πως φοβόταν τον Αλέξανδρο και δεν τολμούσε να κάνη ένα τέτοιο πράμα. Τότε ο Διάβολος την παρακάλεσε να τον βγάλη λίγη ώρα μόνο για να ξεμουδιάση και της υποσχέθηκε πως θα ξανάμπαινε πάλι μέσα. Αγαθή καθώς ήταν, η αδελφή του Αλεξάνδρου τον επίστεψε και ξεβούλωσε για μια στιγμή τη μπουκάλα. Τότε ο <Γκερκεούλης> (Βεελζεβούλ), ελεύθερος πειά, πετάχτηκε έξω και άρχισε να πηδάη μέσα στην κάμαρη και να φωνάζη πως δεν θα ξανάμπαινε στην μπουκάλα. Μα η γυναίκα άμα θέλη , γίνεται πονηρότερη κι από τον Διάβολο, κι έτσι η αδελφή του Αλεξάνδρου τον ξανάβαλε μέσα μ’ένα της λόγο μόνο. –Δεν πειράζει, του είπε, που δεν ξαναμπαίνεις, ούτε και θα μου μιλήσει εμένα ο Αλέξανδρος… Μόνον ένα πράμα μου φαίνεται παράξενο… -Ποιο ; τη ρώτησε με περιέργεια ο Διάβολος. –Όταν ήσουν μέσα στην μπουκάλα, μου φαινόσουν πιο ώμορφος, παρά τώρα που είσαι έξω. –Ά μπά! Απάντησε εκείνος, ο ίδιος ήμουν , τα μάτια σου σε γελούσαν… -Όχι! Όχι! Ήσουν ωμορφότερος μέσα στην μπουκάλα… -Βρέ άκουσε που σου λέω, ο ίδιος ήμουν! Επέμεινε ο Διάβολος. –Όχι! Όχι! Επέμεινε κι η αδελφή του Αλέξανδρου. Αν θέλης μάλιστα βάζουμε στοίχημα. –Έ στάσου και να ιδής! Και, λέγοντας αυτά ο Διάβολος, έδωσε ένα πήδημα και βρέθηκε πάλι μέσα στο μπουκάλι. –Κύττα με ! φώναξε τότε από μέσα. Μα η αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου έτρεξε αμέσως και βούλωσε πάλι την μπουκάλα, βάζοντας παραπάνω και μια βούλα από τη μεγάλη Σολομωνική. Σαν ξεμπέρδεψε έτσι με το μπουκάλι του Διβόλου, πήρε στα χέρια της άλλο μπουκάλι με το <αθάνατο νερό>. Το άνοιξε, το μύρισε πολλές φορές, ήπιε λίγο και επειδή δεν της άρεσε στη γεύσι, θυμωμένη τόχυσε έξω από το παράθυρο και έτσι το αθάνατο νερό έπεσε επάνω στην <ασκελετούρα>. (Ασκελατούρα στην Κρήτη λένε την <αγριοκρομμύδα> που φυτρώνει στους αργούς, το <μποτσίκι>, όπωε λέν στην Στερεά Ελλάδα). Από τότε η <Ασκελετούρα> έγινε αθάνατο δέντρο που δεν ξεραίνεται ότι και αν του κάνουν και που φυτρώνει και λουλουδίζει και επάνω στην ξερή την πέτρα ακόμα.. Σαν πέρασε όμως λίγη ώρα, η άμυαλη κοπέλλα κατάλαβε το λάθος που έκανε χύνοντας το αθάνατο νερό και σκέφθηκε τι θα της έλεγε ο Αλέξανδρος, σαν γύριζε. Τόσος μάλιστα ήταν ο φόβος της, που πήγε και έπεσε στην θάλασσα για να πνιγή. Μα τη στιγμή εκείνη ένα μεγάλο ψάρι, έτρεξε, άνοιξε το στόμα του και τη κατάπιε από τα πόδια έως τις αμασχάλες, αφίνοντας έτσι έξω τα χέρια της, τους ώμους και το κεφάλι της. Ούτε να την καταπιή ολόκληρη μπορούσε το ψάρι, ούτε και να την ξεράση. Η βασιλοπούλα όμως, επειδή είχε πιή το αθάνατο νερό και ήταν αθάνατη, δεν πέθανε, αλλά έθρεψε έτσι όπως ήταν με το ψάρι και έγινε ένα σώμα μ’αυτό… Έτσι από τότε ζή μέσα στη θάλασσα από τη μέση και κάτω ψάρι και από την μέση και πάνω άνθρωπος. Όλο το χρόνο μένει μέσα στη θάλασσα και μόνον μια φορά, στις δύο του Φλεβάρη, της Παναγίας (Υπαπαντής), βγαίνει από τη θάλασσα και ρωτάει τους ναύτες, που θα τύχει να περνούν με κανένα πλοίο απ’εκεί : -Ζή ο Αλέξανδρος ο βασιληάς ; Το ρωτάει αυτό, γιατί φοβάται μήπως έγινε αυτή αιτία να πεθάνη, επειδή του έχυσε το αθάνατο νερό. Κι αν οι ναύτες της αποκριθούν : -Ζή και βασιλεύει! Χαίρεται η Γοργόνα και αρχίζει να τραγουδάη ώμορφα και γλυκά τραγούδια, που οι ναύτες τα μαθαίνουν και τα λένε κι’αυτοί. Μα αν οι ναύτες δεν ξέρουν την ιστορία της και της πούνε την αλήθεια : -Πέθανε ο βασιληάς Αλέξανδρος ! Τότε αυτή μανιάζει και ταράζει τη θάλασσα και βουλάει το καράβι. Πιστεύουν ακόμα οι ναυτικοί της Κρήτης, πως της Υπαπαντής όση τρικυμία και αν κάμη, θα κάμη λίγη ώρα και καλοκαιρία, για να βγή η αδελφή του Αλεξάνδρου από τη θάλασσα. Και την καλοσύνη αυτή τη λένε. Η καπηράδα της Γοργόνας.
Place recorded
ΚρήτηRecording year
1897Source
Περιόδ. Οικογένεια, έτος. 1897, ΑθήναCollector
Source index and type
Οικογένεια, 1930, ΠεριοδικόItem type
ΠαραδόσειςTEXT
Language
Ελληνική - Κοινή ελληνικήDrawer
Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄Legend classification (acc. Politis)
Παράδοση ΚΒLegend title
Η καπηδάρα της γοργόναςCollections
Except where otherwise noted, this item's license is described as Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Related items
Showing items related by Text, collector, creator and subjects.