Μνιά βολά ο Γενναρομανώλης είχε ‘κειά κάτω ‘ς το Καστέλλι τα ο-ζά ντου και τα βούια ντου. Και μνιά νάργατινή επήγαινε τω παιδιών του ψωμί και κριάς και το κριάς ήτον-ε κλεψίμνιο. Κ’ήτον-ε μεθυσμένος, κι’οτέν εβγήκαν-ε τα βούια, εκούμπισε ‘ς ένα γκόκκινο βούι. Και του ‘λέγαν τα παιδιά ντου. –Μη , τατά, γιατί δα’ξεσύρη το βούι και δα γκρεμιστής. Σε λίγη ώρα το βούι εξέσυρε, κ’εγκρεμίστηκεν-ε, και του ‘φωνιάζαν τα κοπέλια ντου. –Πιάνε, τατά, τα’ασφεντιλιές! Κ’εκείνος τος ήλεγε : -Πιάνω τσύ, παιδιά μου, ‘μά ‘ξεπατώνουνται και πάω κάτω. Κ’ εκεινιά την αργατινή επήγαν οι jαθρώποι με τα φενέρια κ’ εθωρούσαν-ε τα αίματα ‘ς τα χαράκια ‘πάνω. Ύστερα πάλι ‘μισέψανε κ’ήρθαν-ε ‘ς το χωριό. Και τη νταχινή πάλι πήγαν-ε, κ’ένας καλός κολυμπητής, και τον-έ λέγανε Δράκο, και του δώκανε απετουιές και τον-έ δέσανε ‘πού τη μέση, και μνιά του δώκανε να την-έ βαστά, οντέ δα ‘π’αη ‘κειά να τον-ε δέση, πού τη βράκα να τον-έ σέρνη. Μα τον είχαν-ε ‘ς τη μέση τσή Θάλασσας, οι Νεράjδες παεμένο. Και ως ήφταξε ‘κειά ‘ποπέρα τον είδεν ε και του ‘ριξε την απετονιά ‘ς τη βάρκα κι’απόκειας εκολύμπα και τον ήσυρνε. Πότε και λίγο ‘ξάνοιγε οπίσω ντου, κι’ άλλο λίγο να σκάση απού το φόβο ντου.
Place recorded
Άδηλου τόπουRecording year
1896Source
Ζωγράφος Χρηστάκης, Ζωγράφειος Αγών Β', Εν Κωνσταντινουπόλει, τόμος Α, 1896, σελ. 67, αρ. 5Collector
Source index and type
Ζωγράφειος αγών, τόμος Β, ΒιβλίοItem type
ΠαραδόσειςTEXT