Μνιά βολά ‘να γκοπέλι ‘ς το Μοναστήρι (‘ς τα Σαββατιανά) επήγε ‘κειά ‘ς το γεφύρι κ’εκολύμπανε. Και ήτονε ‘κειά κ’ένας άνθρωπος και τονέ λέγανε Χατζά και δεν αγάτεχε είντα λογιώ να το φοβερίση να μην πηγαίνη ‘κει΄να κολυμπά. Και μνιά νημέρα εκατέβαινε ‘που τα ξύλα, και ‘κεινιά την ώρα ετοιμάζουντονε το κοπέλι κ’ήτονε γδυμνό για να ‘μπή πάλε να κολυμπήση. Και βάνει ο Χατζής το γαμπά ντου από ‘μπρός, και τσύ μανίκες ήκαν’ετσέ, και ό,τι ώρα τον είδε το κοπέλι εφοβήθηκε κι’αφίνει ‘κειά τα ρούχα ντου και φεύγει. Και το ‘χενε ‘νας παπάς, και πάει το κοπέλι και του λέει : Κι ‘ό παπάς του ‘πίστεψενε, κ’εσφάλιξε τα παραθύρια και τσύ πόρτες και ‘κάθουντονε μέσα ; Και κάθα ‘μέρα επηγαίναν οι Jάλλοι ‘γούμενοι ελέγανε, ‘πο μέσα ντος. –Μπά να ‘πόθανε. Μνιά νημέρα εκειός ά ο παπάς, που ‘τονε σφλιχτός μέσα, ανοίγει το παραθύρι και ‘ξανοίγει όξω και δεν είδε πράμα ; Και ύστερα ήδειρε το κοπέλι ‘πού τονέ ‘φοβέρισε, κι από το φόβον του δεν ήτρωε ψωμί.
Place recorded
Άδηλου τόπουRecording year
1896Source
Ζωγράφος Χρηστάκης, Ζωγράφειος Αγών Β', Εν Κωνσταντινουπόλει, τόμος Α, 1896, σελ. 67, αρ. 6Collector
Source index and type
Ζωγράφειος αγών, τόμος Β, ΒιβλίοItem type
ΠαραδόσειςTEXT