Στηγ κάτ βρύσ’, τα Ζάβαλ’, μέσ’ ‘ς ν Αρτουτίνα έβγινι ναι βουλά, τα μισάν’χτα στ’χειό άλλουτι σα βόιδ, άλλουτι σα λιουντάρ. Ναι βουλά έστλα τα γ’ναίκα μ, απάν τα μισιάν’χτα να πάρ νιρό κι του νιρό ήταν στιρφιμένου. Γύρσι πίσου. Σ’κώνουμι μαναχόζ ουμ κι παίρνου του κακάβ κι πηαίνου ‘ς τη βρύσ’. Είπα κι τα γ’ναίκαζ ουμ να ρθή κουντά. Αυτήν’ στάθκι απ πάν’ς τουν όχτου κι ιγώ πήγα για νιρό. Δεν ηύρα κ’ιγώ νιρό… Είχ αηκούσ’ απ τα παλιούς πως κρατεί τα νιρά του στχειό, αλλ’ άμα βρουντήξ’ς αγγειό, ταπουλάει τότι. Κατέγραψα την ανωτέρω παράδοσιν εν Αρτοτίνη της Δωρίδος καθ’υπαγόρευσιν του Παναγιώτου Μαρτέκα, γέροντος τότε 90 ετών, νύν δε μη υπάρχοντος εν τη ζωή. Κάναλη είναι ο κρουνός της βρύσης. (στιρφιμένου= Στερφεμένο, εξηντλημένον, μαναχόζ= μοναχός μου, αγγείο ταπουλάει τότι[Ο χαλκός και ο ήχος αυτού είναι φόβητρον των δαιμόνων. Η δοξασία αύτη είναι κοινή εις πολλούς λαούς. –Σ. τ. Δ])
Place recorded
ΑιτωλίαRecording year
1914Source
Δ. Λουκόπουλος, Αιτωλία, Λαογραφία Δ, 1913 – 1914, σελ. 447, αρ. 37Collector
Source index and type
Λαογραφία, Δ, ΠεριοδικόItem type
ΠαραδόσειςTEXT