JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Του Στ'χειό τς Αμπρακιάς είνι ένα μαύρου βίδ' μη φλώρα αυτιά. Νια βουλά πούμνα τσούπα κι φύλαγα νια βραδυά τα γδουπρόβατα στ' Γιάνν' τ'αλών, αηκού μουγκρητό απου βόιδ'. Σκέπκα τι βόιδ' είν' αυτό. Κόλλ'σα απάν σ'έναν έλατου, ήρθε ικεί στ'ρίζα κι δεν κούντρησι να τουν κρημίσ', αλλά δε μπορ'σι κι έφγι απάν τα γίδια, αλλά δε βάρισι κανένα.