Το στοιχειό του Κάστρου
Οχπάν’ από το μύλο το βακούφ’κο τα Βούρμπιανης οχπέρ’ από το πέτρινο γιοφύρ’ είναι μια πέτρα μεγάλ’ και τσουρτσουλωτή, που τη λέν Κάστρο. Αυτή η πέτρα απλώνεται από την οχπίσω τη μεριά κι είν’ απάτ’ τη, μόν’οι ντραγαταραίοι το καλοκαίρ’ γραπατσώνουνται κι ανεβαίν’ν στην κορφή στον τσούρτσουλα και φειάν’ν με κλαριά τη ντραγατισιά για να κάθουνται στον ήσιο και να φ’λα΄ν τα’αμπέλια πούειναι καρσί στη Μπιζιωνιά, στου Τόσ’, στις Λόντσες και στο Γιατίκ’, γιατ’ είναι καραούλ’ το κάστρο κι έχ’αγνάντιο. Στη ρίζα αυτ’νής τα Πέτρας, εκεί που περνάει ο δρόμος για το Πετσίγκαζο, βαθειά στη γής, ζούσ’εδώ και σαράντα πενήντα χρόνια ένα στοιχειό και φύλαε ένα κακαβούλ’ γιομάτο φλωριά που τα ‘χαν θάψ’ εκεί μέσα οι κλέφτες. Αυτό το στοιχειό, όπως μου μολογούσε ο Μήτρο Προφύρ’ς από τη Σέλτσ’, που ‘χε κάνει χρόνια ντραγάτ’ς στη Βούρμπιανη και το ‘χε δή, ήταν ένα μεγάλο φίδ’ ίσια με τρείς τέσσερ’ς οργυιές και χοντρό σα λουμάκ’, είχε ένα κεφάλ’ σαν από μόσ’χρονιάρ’κο με κάτ’ μάτια σαν πεντόλιρα και κάθε νύχτα το βάχτ’ τα μεσάν’χτα έβγαιν’από τη σπλιά και κατέβαινε παρακατίτσας στο ποτάμ’ για να πιή νερό, μόν’ δεμ πείραζε άνθρωπο, μοναχά μαυλούσις κάποτες καμιά γίδα και καμιά προβατίνα και τα’ν έτρωε. Τόσες βολές οι μυλωνάδες απ’το μύλο το βακούφ’κο, που πήγαιναν νύχτα στη δέσ’για να μας’ν το νερό, τόμπλαξαν που ροβολούσε στο ποτάμ’να πιή νερό, άκ’σαν τα πέτρες και τα χαλίκια, που τα μάζωνε, όπως έρουνταν, κι είδαν τα μάτια του που γκάλιζαν σαν αναμμένα κάρβουνα…για… εδώ και κείγια για γκουντζιάρ θερίο με κέρατα. <Ένα βράδ’ ο Κώτα Μπουρέκας ο μυλωνάς παραμόνεψε οχπάν’ από τα’αυλα΄κι του μύλου με μια τσιάγγρα, για να το σκοτώσ’και να του πάρ’το παντζέ χρ’ πούειναι ιλιάτς για πολλές αρρώστειες και το βάνουν σε μαντζούνια και το λαμπικαρισμένο χρυσαφ’κο πόχ’μέσα στ’άντερα, μόν’ άμα τόειδε αρχίν’σε να τρέμ’ και τόπεσε το ντουφέκ’από τα χέρια κι απόμ’ντο ο κάψο Κώτας έτσ’ αραγμένος απ’το φόβο του, ώσπου πάει ο σύντροφός του ο Κήτο Παπαδήμος και τον ανέφερε. Τώρα έχ’πολλά χρόνια που δεν ματαφάν’κε αυτό το στ’χειό. Τι γίνκε… κένα δεν ξέρ’. Ο μακαρίτς ο Λάμπρο- Μπούσ’ς μούλεγε πως έφ’γε ‘πό το Κάστρο και πάει φλότερα στη σπλιά τα Μελισσόπετρας.
Place recorded
Ήπειρος, ΚόνιτσαRecording year
1929Source
Λ. Α. αρ. 1569 Γ, σελ. 93 – 94, 5 , Χ. Ρεμπέλη, Κόνιτσα, 1929Collector
Source index and type
1569 Γ, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT