Κάραβας. Μέρη βουνού. Μυθολογείται ότι ενταύθα ήτο άφθονον ύδωρ και επνίγη το εντεύθεν διαβαίναν ρηγόπουλο. Η δε ρήγισσα, η μήτηρ δηλονότι του ρηγοπούλου, οργισθείσα έσβυσε την πηγήν δια λέβητος έχοντος τεσσαράκοντα λαβάς. Το δ’ύδωρ μη έχου διέξοδον διέλυσεν έσωθεν την επί της πηγής προσκλίνουσα κορυφήν του όρους Κοντρί, ήτις επιπεσούσα κατέχωσε του λέβητα και την πηγήν, το δ’ύδωρ ανέβλυσε πόρρω της Λεντεκίνα. Υπάρχει τους Λεντεκαδίτους ‘ς γενικώς εν τη καθωμιτεμένη ρήμα καραβαίνω, όπερ σημαίνει διακόπτω τοι ροή του ύδατος προτιθείς πέτρα ή χώμα ώστε να λιμνάζη το ύδωρ το δε κάλυμα, όπερ προτίθεται, πέτρα ή χώμα, λέγεται κάραβος, ως το λιμνάζον ύδωρ λέγεται κάραβας ή κάραβος.
Place recorded
Τριφυλία, ΛεντεκάδαRecording year
1894Source
Αρ. 396 , σελ. 142, Τριφυλλία Λεντεκάδα, Κ. ΠαπαϊωάννουCollector
Source index and type
396, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT