Ο Αράπακας
Μια Κυριακή είχε πάει ο πάππος μου στο Φαλατάδο. Στο γυρισμό όπως περνούσ’ απ’ την Ακ’ μπίστρα, βλέπ’ έναν καβαλλάρ’ αράπακα και τον ακολουθούσε. Κ’ ήλεε ο πάππος μ’ : <Παναία μ’, να μη μου τύχ’ κακό. Παναία μ’ ,να μη μου τύχ’ κακό> , συνέχεια. Σ’ένα δρόμο απορπάτητο στο λαγκαδάκ’ , λέει στο μ’ λάρ’ : < Απάνω ντε> και κατέβ’κε να πάει στο χτήμα για να κάν’ το νερό τα’. Τον ήπιασε τότε μια φαγούρα κι ασήκωσε φλάντρες. Κ’ ήλεε : < Βγάλτε τον αυτόν πο’ χω πάνω μ’, βγάλτε τον αράπακα> . Πήρε τότετ η μάνα τ’ ένα γυαλένιο πιάτ’ και το ‘σπασε στο χτήμα μαζί μ’ένα μπουκαλάκ’ αγιασμό και τον ήκανε καλά. Στο γυρισμό= Για το χωριό Αγάπι. Φλάντρες= φουσκάλες, Πιάτ’ = Πιάτι (πιάτο)
Τόπος Καταγραφής
ΤήνοςΧρόνος καταγραφής
1971Πηγή
Αλέκου Ε. Φλωράκη, Τήνος, Αθήνα, 1971, σελ. 419-420, αρ. 65Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Τήνος, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT