Ήτο ο πάππους μου ήτο μικρός και ‘λώνευγε στην Αγιά Παρασκευγή κοντά (νοτ.) το μεσημέρι ο πατέρας του του ‘πε θα πά ’ ‘γώ μέχρι τον καφενέ (ν)α πιώ ένα καφέ κ’ έρκομαι. Το παιδί που έμεινε μόνον του κάθισε κάτω από ένα δέντρο κ ‘ ύστερα σκέφτηκε και πήρε το τουφέκι και πήε (ν)α κυνηγήση πέρδικες στο Παλαιόκαστρο. Πήε στο Παλαιόκαστρο μπήκε την πόρτα του Παλαιόκαστρου ύστερα κατέβηκε αφ’το ‘να χωράφι στ’ άλλο ακούει από μέσα αφ’ το βαστάνι(= τοίχος που μοιράζει το ‘να χωράφι αφ’ τα’ άλλο ) ένα φρούουου και θωρεί όξω αφ’το βαστάδι να τρέχουν φλουριά και αφ’ όλες τις πέτρες. Το παιδί εφοήθη κ(αι) εστάθη απολιθωμένο, ύστερα χάθησαν α(π)ό ‘μπρός. Σε ‘κείνο το χωράφι που το τα φλουριά είχαν περάσει βόδια και τα ζάλα των είχαν μείνει κ’ εκεί μπήκε ένα φλουρί. Το παιδί συνήρτε κι είχε ακούσει πως βγαίνουν φλουριά στο Παλιόκαστρο και τα χτυπούσι και το χτύπησε με το τουφέκι και το πήρε και μέχρι σήμερα είναι το φλουρί όπως το ξεύρουσι όλοι αλλά ήρτε ο εγγονός του και το πήρε στην Αμερική που ζή εκεί
Place recorded
Νίσυρος, ΜανδράκιRecording year
1964Source
Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 548-549 , Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Μανδράκι Νισύρου Δωδεκανήσου, 1964Collector
Source index and type
2892, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT