Καθότανε κάποιος σ’ένα σπίτι. Δεν ήταν δικό τ’. Η γυναίκα τ’ εκεί μέσα έκανε ούλο αποβολές. Σκέφτ’ κε λοιπόν αυτός : ‘’Σταυροί θα έχ’εδώ, λεφτά θα έχ’’’. Κι’ έσκαψε και βρήκε Θησαυροί. ( Ήτανε πλούσιοι κι’ είχανε κάτ’ από τα σκαλοπάτια θαμμένα χρήματα και σταυροί. Πεθάνανε αυτοί και βρέθηκαν αυτά) Το στ’χιό κατοικεί όπυ είναι θησαυροί. ‘Όταν βρής το θησαυρό, πρέπ΄’ να σφάξ’ς όρθα για να μη χαθή και να τον πάρ’ς. Αν δε χύσης αίμα, ο θησαυρός γένεται κάρ’νο. Το στ’χί (στοιχί) μοιάζ’ σαν Αράπ’ς, σα φίδ’ σαν Πειρασμός μι’ κέρατα.
Place recorded
Λέσβος, ΑγιάσσοςRecording year
1940Source
Αρ. 1446 Γ, σελ. 60, Δ. Λουκάτος, 1940, Λέσβος, ΑγιάσσοςCollector
Source index and type
1446 Γ, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT