Όταν έχασα το πρώτο μου παιδί έπεσα του θανάτου από τη λύπη μου. Όλη μέρα κι’ ούλη νύχτα έκλαιγα και δε μπόρηγα να σηκωθώ από το στρώμα. Μια βραδυά,εκεί που διρμόμουνα στο στρώμα, ακούω το ζεμπερέκι της πόρτας και χτυπάει. ‘’Σήκω, λέω τ’αντρός μου, σήκω κι’ είναι το παιδί μας’’ Που να ξυπνήση αυτός! Κάνε κοιμότανε, κάνε δεν είχε ακουσμένο τιπουτε. Με τα πολλά σηκώνομαι σουρνοντα και πάω κατά την πόρτα. Βάνω δύναμι και στα στηλώνουμαι στα πόδια μου και την ανοίγω . Τηράω έναν αράπη και στεκότανε στο κατώφλι απέξω και το κεφάλι του έφτανε ως εκεί πάνω. ‘’Μην κλαίς, μου λέει, αυτό πάει αυτού που πάει, κι’ εσύ θα ζήσης με τ’άλλα τούτα παιδιά’’Εγώ δεν είχα τότε ακόμη καμωμένο κανένα άλλο παιδί. Μου είπε αυτό το λόγο και χάθηκε από μωρός μου. Γύρισα εγώ πίσω κι’ έπεσα στο στρώμα. Την άλλη μέρα ήμουνε καλύτερα κι’ από κεί κι’ έπειτα έκαμα άλλα τρία παιδιά κι’ ούλα μου ζήσανε, δόξα νάχη ο θεός.
Place recorded
Μεσσηνία, Πύλος, ΚορώνηRecording year
1938Source
Αρ. 1159 Ε, σελ. 58, Γ. Ταρσούλη, Κορώνη Πυλίας, 1938Collector
Source index and type
1159 Ε, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT