Ο Μπούργος είναι γεμάτος αράπηδες. Στα λιοτριβιά είναι πάντοτε αράπηδες και βγαίνουν τη νύχτα. Καμμιά φορά που πέφτει πολλή δουλειά στα λιοτρουβιά και νυχτερεύουν , όσοι είναι αλαφροίσκιωτοι τους βλέπουν , που τους βοηθάνε να γυρίσουνε τ’ αδράχτι, να ξεθερμίσουνε το λάδι. Άλλες βραδυές πάλι που δε δουλεύει το λιοτρουβειό, ακούγεται όλη νύχτα τ’ αδράχτι που γυρίζει και το άλογο κι’ ο αλογάρης που του φωνάζει. Κάποια φορά επήγαινε τη νύχτα ο άντρας μου στο ψάρεμμα και άκουσε να βροντάνε ου αλυσσίδες στου Ράλλη το λουτρουβειό. ‘’Μωρ’ τούτοι θα νυχτερεύουνε’’, είναι, ‘’για να πάω να ιδώ’’ Πάει κοντά, τηράει, φύλες οι πόρτες σφαλιχτές κι’ από μέσα φωτολόγαγε. Κάνει έτσι από τη χαραματίδα και βλέπη τους αράπηδες κι’ είχανε τσούρμο. Γύρισε στο ποίτι μαλιναρισμένης κι’ ούτε πήγε ποια στο ψάρεμα εκείνη τη νύχτα. Με δύο-τρία παπλώματα τον εσκέπασα να ζεστοποιηθή. (Μπούργος,συνοικία της Κορώνης εις το υψηλότερον σημείον αυτής)
Place recorded
Μεσσηνία, Πύλος, ΣαρατσάRecording year
1938Source
Αρ. 1159 Ε, σελ. 55, Γ. Ταρσούλη, Κορώνη Πυλίας, 1938Collector
Source index and type
1159 Ε, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT