Οι χρουσαφλίδες εμαζεύτησανε όλες κ’εμαζέψαν κλαδιά να κάψουνε τη bαναγία,γιατί εφόρενε στολή λευκή,χρυσή και όμορφη κ’ενομίζανε ότι είναι πιο όμορφη ‘κείνη η στολή από το χρώμα το δικό dωνε κι’αξανοίανε να τη gάψουνε.Κ’επήαιν’ο βάρδακας κ’είχε dο στόμα dου εμάτο νερό και των είπενε στεκάτε να φυσήσω κ’εώ ν’ανάψω τη φωθιά. Κ’ήσβησε dω τη φωθιά με το νερό που ‘χε μέσ’στο στόμα dου.Απο τότες τσι χρουσαφλίδες σι κυνηούνε όλοι, τσι σκοτώνουνε,ενώ τσι βαρδάκοι τσι περιποιούdαινε.
Place recorded
Νάξος, ΦιλώτιRecording year
1959Source
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 59, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Φιλώτιον), 1959Collector
Source index and type
2303, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT