Η Σελώνα γυναίκα έτσινε ήμερα ζύμωσε ζυμάρι και σο φουρνί ‘πορρίφτανε φότι πορρίφτανε το μωρό της μαγάρισε σηκώθηκε ποίκε πήτταις και σφόγγισε του μωρίου της τον κώλο.Ο θεός απάνω έρριξε τηνε μαντήλι κι’ατέ.Το μαντήλι είδεν το σόνι σόνι ‘γόνεψεν το και πάλυν εσήρε την σήτταν σφόγγισεν το α τότε ο θεός καταρήστεν τηνε και είπε ‘’Να ένι τα’απάνω σου σκαφίδι και τα κάτω λακάκια ψωμίου πρόσωπον να μη θωρής και οι ανθρώποι φωτίαν ν’άψουν απάνω σου. (Σελώνα = χελώνη (αμφίβ) μαγάρισε = ίχεσε, πήτταις - είδος αρτίσκου μακρουλού και λεπτού, ατέ = και αυτή, σόνι = λευκό ωσάν το χιόνι, γόνεψεν το = ελυσήθη, τότε, καταρήστεν τηνε = καταράσθη αυτών, λακάνα = λεκάνη, θωρής = να μη βλέπης)
Place recorded
Πόντος, Άνω ΑμισόςSource
Αρ. 959, σελ. 48 - 49, Άνω Αμισού Πόντου, ΑνωνύμουCollector
Source index and type
959, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT