Η Κουκουβάχια
Η κουκουβάγια ήτονε μια γυναίκα που είχε εννιά γιούς και μια κόρη μονάκριβη,που τήνε λέαν Αρετή.Μα τα παιδιά της πιάσαν και της πεθάνανε όλα και στο τέλος της απόμεινε ένας γιός μονάχα,ο Κωσταντής κι’η δυχατέρα της. Έπιασε το λοιπόν ο Κωσταντής και πάντρεψε την αδερφή του μακρυά στα ξένα. –Άχ Κωσταντή μου, τούλεγε η γρηά,γιατί την επάντρεψες μακρυά την Αρετή μας κι’αν θέλω νατήνε ιδώ ποιος θα μου τήνε φέρη ; - Έννοια σου, μάννα,της έλεγε εκείνος,κι’εγώ θα πάω να σου τήνε φέρω όποτε τήνε θελήσης.Καμμιά φορά όμως πέθανε κι ο Κωσταντής κι απόμεινε η γρηά μονάχη της κι’έκλαιγε. –Άχ, έλεγε : ‘’Πανάθεμά σε Κωσταντή,που πάντρεψες την Αρετή κι’είναι μακρυά στην ξενητειά και πως θενάρθη να με ιδή’’ Κάθε μέρα τα ίδια έλεγε. Από το πολύ το ανάθεμα το λοιπόν ο πεθαμμένος δεν έβρισκε ησυχία και ζήτησε άδεια από το θεό να πάη να φέρη την αδερφή του. Πήγε λοιπόν με τα’άλογο στον τόπο εκεί που έμενε η Αρετή και τήνε πήρε να-ν-τηνε φέρη στη μάννα της. Στο δρόμο που πηγαίνανε λέγανε τα πουλιά : Δεν είναι κρίμα κι’άδικο μες τον απάνω κόσμο να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμμένους. Τάκουγε η Αρετή κι έλεγε του αδερφού της : -Δεν ακούς, Κωσταντή μου,τι λένε τα πουλιά ; -Έ, της έκανε εκείνος,πουλάκια είν΄κι άς κελαιδούν πουλάκια είν’κι άς λένε. Μα σ’όλονε το δρόμο, όπου πηγαίνανε,ούλο τα ίδια ακούγανε. Σαν κοντολογάγανε να φτάσουνε στο χωριό,καμμιά ώρα δρόμο, λέει ο Κωσταντής της αδερφής του : - Πήγαινε συ τώρς μονάχη σου στο σπίτι κι’έρχομαι κι εγώ.Τον δρόμο τόνε ξέρεις. – Ναι,τόνε ξέρω,λέει εκείνη. Κίνησε λοιπόν και τράβηξε κατά το σπίτι της μάννας της. Τώρα η γρηά,επειδής κι’είχανε πεθάνει τα παιδιά της,είχε αφήσει το σπίτι έρημο και σκοτεινό και γύρω-γύρω είχανε φυτρώσει ασφάλαχτα. Πάει η Αρετή τα βλέπει ούλα αυτά. – Μπα σε καλό,λέει,τι έπαθε η μάννα μου κι αφήκε έτσι το σπίτι ; Τρέξαν οι γειτόνισσες,της ανοίξανε δρόμο και πέρασε. –Καλώς την κερά-Αρετή,της λένε,πως τόπαθες κι’ήρθες ; - Έ ήρθα να ιδώ τη μάννα μου,λέει εκείνη. Πάει μέσα στη μάννα της,την αγκαλιάζει,τη φιλεί. –Μπά,καλώς την Αρετούλα μου,λέει εκείνη,και πώς ήρθες τόσο δρόμο μονάχη σου ; - Δεν ήρθα μονάχη μου,μάννα, μ’έφερε ο Κωσταντής μας. – Ο Κωσταντής μας σ’έφερε ; Αμ’αυτός είναι πεθαμμένος – Τι λές μάννα,ίσαμε τα τώρα είμανε μαζί του. – Μωρέ είναι δύο χρόνια που πέθανε. –Άχ κάνει εκείνη,γι αυτό λέγαν έτσι τα πουλιά. Και κάθεται και λέει της μάννας της όσα γινήκανε στο δρόμο. Σαν άκουσε πια η γρηά και κατάλαβε πως από το δικό της ανάθεμα σηκώθηκε ο γιός της από τον τάφο, -Θέ μου,λέει,κάνε με πουλί,να γυρνάω στα ερημοκκλήσια να κλαίω τα παιδιά μου. –Κι από τότε γίνηκε κουκουβάγια και γυρνάει στις ερημιές και κλαίει τα παιδιά της κι’όπου θάνατος και λύπη εκεί βρίσκεται.
Τόπος Καταγραφής
Μεσσηνία, Πύλος, ΚορώνηΧρόνος καταγραφής
1928Πηγή
Αρ. 1114, σελ. 502, Γ. Ταρσούλη, Κορώνη Πυλίας, 1921 – 1928Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1114, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις ΙΣΤ΄- ΚΕ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΙΣΤΤίτλος παράδοσης
Η ΚουκουβάχιαΣτοιχεία πληροφορητή
Κοκκώνη, Ελένη Γυναίκα 60 Λίγο γραμματισμένηΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.