Ο χαλιναράς ένα άλλο πουλί ε’ύρεψε από το Θεό να του ένη η χάρι να τρώη τα’αρνάκια κι άμα ‘έν τον σώνουν (ν)α τρώη τα’αρνάκια κι άμα ‘έν τον σώνουν (ν)α τρώη και τα τσουπανάκια.Τότε ο θεός θύμωσε κ’είπε :Θα τρώης τα κόκκαλα και (ν)α τα τρώη με συσκολία ‘α τα παίρη απάνω εκατό οργκυιές κ’ύστερα (ν)α κατι(β)αίνη ‘ά τα τρώη.Γιαυτό ο χαλιναράς ψηλώνει κατό οργκυιές πάνω κι αφήνει το κόκκαλο και πέφτει στην πέτρα και σπά κ’ύστερα κατι(β)αίνει και τρώει τον εμυαλό που βγάλη το κόκκαλο.Και ο Θεός τον εχαλίνωσε και φαίνεται κι όλα του ‘βαλε ένα χαλινάρι στη μούτη μαύρο που φαίνεται όσο ύψος κι αν είναι και τον γνωρίζουν πως είναι χαλιναράς.
Τόπος Καταγραφής
Δωδεκάνησα, ΧάλκηΧρόνος καταγραφής
1964Πηγή
Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 57-58, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Χάλκη Δωδεκανήσου, 1964Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2892, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT