Η κουκουβάγια λέει πρωτοφάνηκενε κάτω ‘ς την Αφρική. Ήτανε σ’ένα εξοχικό κέντρο σε κάτι φοίνηκες και ‘ς το κέντρο πηγαίνανε ζευγάρια κ’εκαθίζανε κ’ηπίνανε. Μια φορά πήγε ένα ζευγαράκι κάθισε σ’ένα τραπεζάκι διατάζουνε, τώνε πάει ούζο και ένα αγγουράκι ακαθάριστο όμως. Ανάλαβε η κοπέλα (ευτή ήτανε λευκή κι ο άλλος αράπης)και για να μη λερώση τα χέρια της, ήβγαλε το μαντήλι τζη κ’ήπιασε το αγγουράκι για να το καθαρίση, για να μη λερώση το χέρι τζη. Η κουκουβάγια ήβλεπεν όλη την κίνησι. Ήρθανε σε ευθυμία. Εκεί τη βγάνει ο αράπης, μια κασιδιαμσένη σαν του γαδάρου. Την ώρα που τήνε θωρεί η άλλη τάφου και τήνε βουτά.Η κουκουβάγια πια λέει, θεέ μου,στράβωσε με να μη βλέπω τα παράξενα. Το αγγούρι που ‘τανε πλυμένο εφοβούντανε να μη λερώση το χέρι τζη : τη κασιδιάρα την ήπιασενε χωρίς να φοβηθή. Από τότε η κουκουβάγια δεν βλέπει την ημέρα.
Τόπος Καταγραφής
Νάξος, Άγιοι ΑπόστολοιΧρόνος καταγραφής
1960Πηγή
Λ. Α. αρ. 2342, σελ. 64-65, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Άγιοι Απόστολοι Μελάνων), 1960Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2342, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT