Η κουκουβάγια ήσαν γυναίκα.Ήτανε εννιά αδέρφια και μια μάννα και είχανε μια αδερφή και την παντρέψανε μακρυά στα ξένα και πέθαναν και τα εννιά κι’έμεινρ η μάννα μοναχή και πήγαινε στα μνήματα κι’έκλαιγε και τον Κώστα τον καταριόταν.’’Αναθεμά σε Κωσταντή,που πάντρεψες την Αρετή’’.Απο το πολύ τα’ανάθεμα σηκώθηκε λέει ο πεθαμμένος και πήγε και την εύρηκε την αδερφή του εκεί που τη είχε παντρεμμένη.Της λέει : ‘’Έλα να πάμε σπίτι μας γιατί θα πατρευτώ.Την πήγε ίσαμε εκεί που ήταν τα σίδερα (εν.το κιγκλίδωμα)ως το νεκροταφείο.Πάρα πέρα δεν έκανε να πάη.Της λέει :’’Τράβα κι’έρχομαι κι’εγώ.’’Τράβηξε εκείνη,έφτασε σπίτι της,βρήκε τη μάννα της και καθόταν χάμω.’’Τι έχεις,μάννα μου ; -Τα νάχω, Αρετή μου, που πέθανε ο Κωσταντής –Ο Κωσταντής πέθανε ; Εκείνος μ’έφερε με τάλογο κι’είπε τώρα έρχεται !’’Κι’αγκαλιαστήκανε και βάνουν ναι φωνή κι’οι δυό και γενήκανε κουκουβάγιες.
Τόπος Καταγραφής
Μεσσηνία, Πύλος, ΜεθώνηΧρόνος καταγραφής
1939Πηγή
Αρ. 1378 Β, σελ. 172, Γ. Ταρσούλη, Μεθώνη Πυλίας, 1939Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1378 Β, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT