Ο γάδαρος κι ο πειραμός
-Μιάβ βολά-ν ο γάαρος ήτο κορδισμένος στο δροσιό τα’ ετσοιμάτο.Ο πειρασμός έν είχεβ βουλειά τα’επήε να τον ανεκατέψη να κάμη χάζι. Ήστσυψε λοιπός στο ζερβό του ‘φτί τσαί του’πε : <ούλες οι γαάρες εψοφήσα!Ο γάαρος ως ήκουσε το κακό χαπάριν,εππήησεν απάνω τσ’ ήρτσεψε να ‘γκανίζη Α! Α! Α! τσαί να ξετσουλλακώνη τοκ κόσμο μέρα μεσημέρι. Τότες οι αθρώποι τον εβλαστημούσα τσαί τον εκαταρούττο που χάσα τον ύπνο τως.Τσ’ ο διάολος έν ήχασε τσαιρό τσαί την ώρα που γκάνιζε τα’εχάλα τοκ κόσμο επήεν απού το εξιόν αφτί τσαί του ψουψούρισε. <Σώπα κακόμοιρε πλιό τα’επόμεινε μια γαάρα για σένα > Τσαί μονιμιάς εσύχασεν ο Τσυρ Μέντιος! (δροσιό=δροσιός σκιά, ξετσουλλακώνη= Εν.ξετσουλλακώνω=αναστατώνω πχ. Με τοις φωνές του εξετσουλλπάκωσε το χωριό.
Place recorded
ΚάρπαθοςRecording year
1932Source
Μ. Γ. Μιχαηλίδου Νουάρου, Λαογραφικά σύμμεικτα Καρπάθου,1932, σελ. 255Collector
Source index and type
Λαογραφικά σύμμεικτα Καρπάθου, ΒιβλίοItem type
ΠαραδόσειςTEXT