Ο Άρκον έναν καιρόν άρθεπος κ’ έτον Βασίλ εκούει έναν ημέραν ατός εξέβεν σ’έναν κερας απάν κ’έτρωγεν κεράσια. Ο Χριστόν κά(λ) σείτ εδεβέννει απ’εκές είδεν ατόν απάν είπεν <Σύρον κ’εμέν ολίγα>. Άρκον να εσώρεψεν ένα δύο έφαγεν έφαγεν και τα κουκούτσεατουνε εγόμενεν απές σο μαντήλν ατ’κ’έσυρεν αυτόν. Σ’εκείν απάν ο Χριστόν εκαταρέθεν τι είπεν οι του Άρκον να (γ)ίνεσαι τη ανθρωπίαν να μη εγνωρίγης, ε(γ)εντον Άρκος ερρούξεν σα ρασία. (Άρκον=ζώο ή Άρκτος, άρθεσος=άνθρωπος, Βασίλ=ωνομάζετο Βασίλειος, κέρας=δένδρο κερασιά, σείτ= εν ώ, εκές επερνούσεν απ’εκεί ο Ι.Χριστός, ένα δύο=μερικά, κουκουτσεατουνε=τους πυρώνας των κερασιών, απές=μέσα τη, απάν= τούτου ένεκεν, εγνωρίζεις= να μη γνωρίζης, ρασία=διαταγή)
Place recorded
Πόντος, ΤρίποληSource
Αρ. 959, σελ. 41, Περίχωρα Τριπόλεως Πόντου, ΑνωνύμουCollector
Source index and type
959, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT