Ο σκουριαός (σκουυριαλός : μικρόν πτηνόν, κορυδαλλός) ήτανε βοσκός κ' είχενε, λέει, πολλά πρόβατα και τα βσοκενει. Τη νύχτα επήαν οι πειρατές και του τα πήρανε και τα κατεβάσανε στη βραχιά (τπνμ), και τα βάλανε στο καράβι κ'εφίανε. Έμεινενε πια 'κεί αυτός κ' ήκλαιε dη dύχη dου τι θα γίνη. Εκεί είδε, τσι γλάροι κ'επετούσανε, κ' ήκαμε δέησες στο Θεό και επαρακάλεσε να του δώση φτερά να πετά, όπως οι γλάροι. Ο Θεός τον ήκαμενε πουλί μα δεν είχε dη δύναμι να πετάξη σαν τσι γλάροι για να παρακολουθήση τα πρόβατα κ'ήμεινενε στη βραχιά και βαστά όλο τα αλώνια, τη ριζαωνιά, και σφυρίζει για να 'βγούν dα πρόβατά dου.
Place recorded
Νάξος, ΦιλώτιRecording year
1959Source
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 86, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Φιλώτιον), 1959Collector
Source index and type
2303, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT