Του σμπιθιρκό
Για του σμπιθιρκό απού νι ΄ς του βνό κ' είνι κάτ' λιθάργια τρανά, που μνοίαζνι σαν αθρώπ', λέν οτ νιά βουλά κ' ένα κιρό ήτανι νιά γριγιά κ' είχι ένα κουρίτς κι του πάντριψι. Φούντα πήγαν οι σμπιθέρ να πάρνι τ νύφ, η νύφ τα πήρι ούλα κι δεν άφκι τίπουτα ςτουν σπίτ τς κ' έφγι του σμπιθιρκό. Σ' στράτα π' παΐνων η νύφ θμλήθκι οτ είχαν αφήσ' ν κλώσσα μι τα κλουσσόπλα κι γύρσι κιν πήρι. Η γριγιά τότνι θύμουσι κι τς καταράσκι κι τσ' είπι να κουκκαλώσνι. Κι φούντα έφτασε η νυφ' κι άφκι καταή τ' γκλώσσα κι μπήκι καββάλα, κοκκάλουσι όλου του σμπιθιρκό κι γένκι λθάρια κι χουρίζ΄(διακρίνονται) τώρα ου παπάς μι του καμπλάφ, η κλώσσα μι τα πλιά, ου γαμπρός, ή νύφ κι τα σμπιθιρκά ούλα μι τα πράματα (μετά υποζύγια).
Τόπος Καταγραφής
ΕυρυτανίαΧρόνος καταγραφής
1918Πηγή
Αρ. 124, σελ. 63, 1, Ευρυτανία, ΒίοςΣυλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
124, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT