Οι εικόνες τ'ς Βουρνιώτ'σσας
Όταν χτίστ'κε η Βούρνιώτ'σσα, πήγ' ένας ζωγράφος Δυοχωριανός να φτείαξ' τ'ς εικόνες. Του δώσ' η γυναίκα τ' να πάρ' μαζί τ' και φάΐ, το τύλιξε σε μια πέτσετα και πήγε. Πέρασαν που λές μιά, δυό, τρείς μέρες, δε γύρισε. Ανησυχήσαν οι δ΄κοί τ', λέει, “Τι να 'γίνε;”, και στείλαν να τόνε βρούν, να τ' πάνε και φαΐ που θά π'νουσε. Πάνε αυτοί και τον βρίσκουν να ζωγραφίζ'. Το φαΐ ούτε δεν το 'χε αγγίξ'. Τ' λέν, “Γιατί δε γύρισες τόσες μέρες, ούτ' ήφαες, τι έχ'ς;”. Λέει κι αυτός : “Τι τόσες μέρες μ' λέτε; Εδώ ακόμα δεν ήφτασε μέσ'μέρ'! Λωλοί θα να 'σται, θαρρώ”. Δεν είχε καταλάβ' τ'ς μέρες, ούτε να π'νάσ', ούτε να βραδυάσ'. Είχε πάντα μέρα. Τούκαν' έτσ' η Παναΐα, για να τνε ζωγραφίσ' γρήγορα.
Τόπος Καταγραφής
ΤήνοςΧρόνος καταγραφής
1971Πηγή
Αλέκου Ε. Φλωράκη, Τήνος, Αθήνα, 1971, σελ. 413 – 414, αρ. 50Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Τήνος, ΒιβλίοΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT