Η Παναγία η Χοζοβιώτισσα (από το χόζοβο)
Όταν ήτανε η εικονομαχία μι αγριά είχεν ένα βαρκάκι και μια εικόνα της Παναγίας. Για να μην της την πάρουν οι κονομάχοι ήπιασε και την ήβαλε μες στο βαρκάκι, άναψε ένα καντήλι και την ήβαλε μες στη θάλασσα και της είπε : “Παναγία μου, πήγαινε κοντά κι έφευγε και μέσα διάκρινε μιαν εικόνα κι ένα καντηλάκι. Ήρθεν λοπόν και τόπε του παπά κι επήεν όλος ο κόσμος κι εγονάτισε κι έκαμαν λιτανεία και τότες ήρθεν το βαρκάκι κι έβγαλαν την εικόνα. Αφού τη βγάλανε ήθελαν να χτίσουν μοναστήρι. Πιάσανε λοιπόν και έχτισαν σ' ένα μέρος, αλλα το βράδυ όσον έχτιζαν την ημέρα, εβούλα. Το 'χτισαν πολλές φορές, αλλά ύστερα ο μάστορας, ο πρωτομάστορας παρακάλεσε την Παναγία και είπε : “Παναγία μου δείξε μου το μέρος που θέλεις να χτίσωμε το μοναστήρι κι όταν τελειώση να πέσω από το πιο ψηλό σου μέρος να κρεμίσω”. Και το πρωί ηύρεν το ζιμπίλι του γκρεμασμένο μες στη μέση του φτερού σε μια σμίλα μπηγμένη. Πήγαν λοιπόν εκεί κι έχτισαν μοναστήρι κι έχει εκατόν ένα κελί. Τα εκατόν τα βλέπομε, το ένα το 'χει κρύψει η Παναγία. Μόλις ετελείωσεν το μοναστήρι, ο αρχιμάστορης βγήκε στα καμπαναριά της εκκλησίας και γκρεμίστηκε και στάθηκε στα πόδια του. Γκρεμίστηκε τρεις φορές και μόνον την τρίτη φορά γκρεμίστηκε και σκοτώθηκε. Είναι θαυματουργή εκκλησία και πάμε των εισοδίων και κάνομε ολονυχτίες. (Φτερού = Κρημνός ψηλός απότομος).
Τόπος Καταγραφής
ΑμοργόςΧρόνος καταγραφής
1940Πηγή
Αρ. 1438, σελ. 71, Μ. Λιουδάκη, Αμοργός, 1940Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
1438, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT