Ο άγιος Νικόλαος κι ο καραβοκύρης
Μια φορά ήτονε ένας καραβοκύρης κι είχενε στο σπίτι ντου απόξω τον άγιο Νικόλα. Κάθα που ’θελα να πάη στο ταξείδι, ήμπαινε στον άγιο Νικόλα, ήκανε το σταυρό ντου κι επροσκύνανε. Μια φορά εκειά που ’σανε μεσοπέλαγα τσ’ ήπιασε μια φουρτούνα που εσυχωρεθήκανε. Γλακούνε οι ναύτες απάνω κάτω μαζώνουνε τα πανιά, ανεμαζώνουνε τα σκοινιά κι ότι άλλο ήτονε στη μέση. Εκειά που ’νεμαζώνανε τα σκοινιά δε γατέχω πως το κάμανε και μπερδένει ένα σκοινί στα πόδια του καραβοκύρη, φούντα τονε στη θάλασσα. Κι εδά! Δεν επρόφταξε μόνο να πη: «Άγιε Νικόλα, βούηθα μου!» και τα ’χασε. Πάει αργά η γυναίκα ντου να θέση στο γιατάκι τζης και βρίσκει τονε μέσα στα ρούχα ολόγρο κι ετουρτούριζε. «Μπρε πώς ευρέθηκες επαδά;».Δεν εκάτεχε μουδ’ αυτός να πη. (φούντα τονε = να τονε μέσα, έπεσε).
Place recorded
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαRecording year
1938Source
Αρ. 1162 Γ, σελ. 45 – 46, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Collector
Source index and type
1162 Γ, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT