Μια φορά ο Χριστός επήενε σε κάποιο σπίτι. Αυτοί που ‘πήενε στο σπίτι dωνε εγνωρίζανε ότι είν’ ο Χριστός. Ο άdρας το λοιπό ήθελενε να του κάμη το τραπέζι και να μείνη στο σπίτι το βράδυ και του ‘λεεν’ η ‘υναίκα: μα δεν είναι λέει ‘dροπής που ‘ν ο Χριστός και θωρείς πως δεν αφίνουν οι ποdικοί; Πως θα μας αφήσουνε να φάμε; Βρε ‘υναίκα, λέει, όπως bορέση θα φάη, μια μέρα θάναι κ’ ευτός χρήσιμος ‘ια μένα. Εστρώσα το τραπέζι αλλά του ‘πενε ο νοικοκύρης του Χριστού. Χριστέ μου, έχω την ευχαρίστησι να σε περιποιηθώ με τσι μαθητές σου και να κοιμηθής κ’ εδώ αλλά έχομενε λέει ευτό το κακό με τσι ποdικοί. Γλήορα – γλήορα, λέει, θα φάμενε γιατί δεν μας αφίνουνε. Εκάτσανε στο τραπέζι κ’ ηβγάλενε δα ο Χριστός από μέσ’ στ’ αbράτσι dου το γατάκι το ευλόησεν κ’ εφύαν οι ποdικοί. ‘ι’ αυτό δα λένε ότι το στόμα του γάτη είναι πλυμένο εφτά φορές. Πλύνεται όλο με τα ποδάρια dου και με τη γλώσσα dου.
Τόπος Καταγραφής
Νάξος, ΦιλώτιΧρόνος καταγραφής
1959Πηγή
Λ. Α. αρ. 2303, σελ. 60, Στεφ. Ημέλλου, Νάξος, (Φιλώτιον), 1959Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2303, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT