Ήταν ένας ξερός δέντρος κι πήγι ένας ληστής κι ξεμουλοήθ’κε. Τ’ λέει ο πνευματ΄κός. Κρέμασι μια αλυσσίδα στο λιμό και θα σ’χουρηθής άμα πέσει η αλ’σίδα. Είχε 99 σκοτωμένους ανθρώπους. Θα παίρνης ένα ποτήρ’ νερό και θα πααίν’ς να ποτίζης τον δέντρο τον ξερό κι άμα ανθίσ’ τότε θα σ΄χωρηθής. Αν βρης στο δρόμο διψασμένο θα τον δίν’ς. Ύστερα θα ξαναγυρίζ’ς. Απάν’ στα τρία χρόνια πέρασ’ ένας δρομή. «Σταμάτα να σ’ δώσω νερό». – Όχι – Σταμάτα να πιής νερό! Άει στον κόρακα! Που πααίν΄ς. Σκέφτηκε τότε: Ενενήντα εννιά κι έναν εκατό. Του ‘ριξε τον σκότωσε. Αμέσως μι του φόνου, έπεσ’ η αλυσσίδα κι είδι και το δέντρο με φύλλα. Κι διαδίδεται πως από κει έγινε το ξύλο του σταυρού. (Εκείνος ήταν προδότης κι επήαινε να προδώσ’ στους κλέφτες, να κάψ’νε τα χωριά).
Place recorded
Καρδίτσα, ΑηδονοχώριRecording year
1959Source
Λ. Α. αρ. 2301, σελ. 532, Δ. Λουκάτος, Αηδονοχώρι Καρδίτσης, 1959Collector
Source index and type
2301, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT