Ο Άγαρος και ο Χριστός
Ο Άγαρος ο βασιλιάς ήτονε λουβιάρης κι είχενε κι απού τη μαύρη λούβα. Είχενε καωμένα του κόσμου τα γιατρικά, μα πράμα δευτόν εφέλανε. Σαν ήμαθε, πως ο Χριστός γιατρεύγει ότι αρρώσθια γικάν είναι, του μήνυσε: «Χριστέ μου, εγώ έμαθα, πως σε κυνηγούνε οι – γι- Οβραίοι να σε σταυρώσουνε, μόνο έλα επαέ στον τόπο μου, να σωθής, να με γιατρέψης κι εμένα». Και του μηνά τα μπρός οπίσω ο Χριστός. Εγώ ήρθα στον κόσμο να σταυρωθώ, μόνο άμα ανεστηθώ θα σου πέψω το Θωμά, να σε γιατρέψη. Σαν ανεστήθηκε κιόλας, είπε στο Θωμά, να πάη να γιατρέψη τον Άγαρα. Πάει ο Θωμάς και βρίσκει τονε: «Θες να γιατρευτής, βασιλέα μου πολυχρονεμένε; - Πως δε θέλω; Ως θέλει ο στραβός να δη το φως, θέλω κι εγώ να γιατρευτώ. – Ε, να πιάσης να κάνης ελεημοσύνη μίαν εβδομάδα κι αποιδά ρθω εγώ να σε γιατρέψω. Πιάνει κιόλας ο Άγαρος κι ήκανε μιαν εβδομάδα ελεημοσύνη κι απόι πάει ο Θωμάς και τόνε βαφτίζει και πομένε κι η αρρώστια στην κολυμπήθρα. Βάνει ντελόγο και το λαό ντου να βαπτίζεται.
Place recorded
Κρήτη, Μεραμβέλλο, ΛατσίδαRecording year
1938Source
Αρ. 1162 Γ, σελ. 87 - 88, Μ. Λιουδάκη, Μεραμβέλλο, Λάτσιδα, 1938Collector
Source index and type
1162 Γ, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT