Οι Σαραντάπηχοι
Τον καιρό του Νώε ήσανε σαραντάπηχοι. Αυτοί ήσανε τοσονά περήφανοι που πηαίνανε στην εκκλησά καβαλλάρηδες, και για να μη φιλήσουνε του παπά τη χέρα εβαστούσανε μισντράκι κι εκεντούσανε τ’ αντίδερο και το παίρνανε. Κι όσοι δεν επηαίνανε στην εκκλησία πως το επηαίνανε στο σπίτι. Ο Θεός τως εργίστηκε κι ήκαμε τον κατακλυσμό. Μα αυτοί ήσανε πολλά ψηλοί, πιο πάνω κι απού το νερό. Το νερό τσι ‘χωνε ως τη μέση. Τότεσά πως ήδωκεν ο Θεός μιάν άδρωσθια, εκάνανε σκουλήκους στα πόδια κι ήθελα σκύψουνε να ξυστούνε κι επνιγούντανε. [μισντράκι= αιχμηρό πράμα]
Place recorded
Κρήτη, Λασίθι, Άγιος ΓεώργιοςRecording year
1939Source
Αρ. 1380 Β, σελ. 143 – 144, Μ. Λιουδάκη, Λασίθι, Άγιος Γεώργιος, 1939Collector
Source index and type
1380 Β, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT