Τον παλιό καιρό τη νύφη που θα παντρευόνταν την Κυριακή το βράδυ την έπαιρνε ο Τούρκος. Την κρατούσε τρεις ημέρες κι ύστερα την έδινε στο γαμπρό. Κάτοικοι του γειτονικού χωριού Αλεποχώρι πήγαν σ’ ένα Αρμένη στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησαν συμβολή τι να κάνουν για να απαλλαγούν από αυτή τη συνήθεια. Ο Αρμένος τους εσυμβούλεψε να πάρουν από ένα μαγκάλι κάρβουνα αναμμένα, να τα βάλλουν επάνω στο κεφάλι και να γυρίζουν. Ο σουλτάνος θα σας καλέση τους είπε και θα του μιλήσετε. Πράγματι τους κάλεσε ο σουλτάνος και τους ρώτησε γιατί έχουν τα μαγκάλια στο κεφάλι. Εκείνοι του είπαν : «βασιλιά μου, όπως ανάβει η φωτιά στο μαγκάλι, έτσι καίει και το δικό μας το κεφάλι. Και του διηγήθηκαν τι γινότανε και τι τραβούσαν. Ο σουλτάνος έστειλε αντιπρόσωπο να βεβαιωθή αν είναι σωστά όσα έλεγαν. Εκείνος ήρθε μεταμφιεσμένος ως καπνέμπορος και τους είπε ότι εμείς στα χωριά μας κάνουμε αυτά και αυτά τους γκιαούρηδες. Εκείνοι ξεθάρρεψαν και του είπαν ότι κάνουν ακόμη χειρότερα. Γύρισε ο αντιπρόσωπος στην Εντρινέ (Αδριανούπολη) και έκαμε αναφορά στο σουλτάνο. Ο σουλτάνος έστειλε στρατό και έκαψαν όλο το χωριό Γκιουνεκλή. Δεν έμεινε κανένας Τούρκος. Έμειναν μόνον οι Έλληνες που έχτισαν το Αλεποχώρι (Κιλκίκογιου) δηλαδή χωριό των πονηρών (κιλκί= αλεπού). Μόνον ένας τούρκος σώθηκε από τη σφαγή και έκαμε το χωριό Αβδέλλα. Εκεί είναι σήμερα περί τους 30 τούρκους.
Place recorded
Θράκη, Διδυμότειχο, ΜεταξάδεςRecording year
1960Source
Λ. Α. αρ. 2343, σελ. 363, Δ. Πετροπούλου – Στ. Καρακάση, Μεταξάδες Διδυμοτείχου, 1960Source index and type
2343, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT