Το Παλιοχώρι
Αυτά π θα σε πω τα χω ακούς απ το bατέρα μας, π τα δηγούτανε στο dάγη το Δήμο, το bαπού το Λευτέρ’ και το dαγή το Φωτάκ’ και μια άλλ’ φορά τον αδρεφό μας το Φρουμούζ, και κάbοσα τ’ άκσα απ’ αλλνούς. Το χωριό μας Τσακήλ’, προτού παρτή η Πόλ’ δε ήdανε κει π’ τ’ άφκαμε μεις. Ήdανε αdίκρυ, άρκευε απ’ τν Αβραμπουλιά ίσαμε το Κοκμούς bουνάρ, σύρρζα στο bαΐρ. Όπως έδχνανε τα θεμέλια και τα τσακισμένα κεραμίδια που βρίσκdανε σ’ εκείν’ το dόπο, το χωριό θα νήdανε τρεις μαχαλάδες. Σα να πούμε, σε κάθε μέρος, που ώσαμε πο φγαμε ήdανε νερό με παλιά κιούγγια, θα ήdανε και από δέκα, δεκαπέdε σπίτια, και γούλα μαζί εκάμνανε το χωριό. Τα bαΐρια λόϋρα ήdανε τότες γούλα σκεπασμένα μ’ άγρια μεγάλα δέdρα, μα το χωριό πως το λέγανε δε dο ξέρμε. Από μια παλιά ταφόπετρα που ήdανε στ’ Πασπαλά το bαχτσέ και έγραφε «ΕΝΤΑΥΘΑ ΚΕΙΤΑΙ ΕΥΦΗΜΙΑ Μ ΑΜΑΛΙΑ ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΣ» και κάποια χρονολογία π’ δε τνε θμούμαι(1), κι απ’ το Ερμενίκιο το τσιφλί’ π’ γείναι εκεί κοdά, bορεί να πούμε πώς το λέγαν Αρμενοχώρ’. Το Ερμενίκιο το τσιφλίκ’ ήdανε ενού Αρμέν’ Σοφίαν bέη, που είχε και το Αλbασάν το τσιφλίκ’(2) κι ύσταρα το πούλ’σε και το καμαν χωριό οι Αλbασανιώτες. Το Ερμενίκιο τ΄αγόρασε μια τούρκικ’ οικογένεια και νοίκιαζε τα χωράφια στς χωριανοί μας. Όπως και να είνε, το χωριό αυτό που ήdανε στα τρία bνάρια, τν΄Αβραμπουλιά, τ’ Παπά το πγάδ’ και το Κοκμούς bνάρ, οι παπούδες μας το λέγανε Παλιοχώρ’ κι εμείς μ΄αυτό τ’ όνομα τ΄ αφκαμε, και που ξέρς, bορεί έτς να το λέγανε και πρι να παρτή η Πόλ’. Όdας ο Σουλτάν Μουράτς, ο bαbάς του Σουλτάν Μεμέτ Φατίχ, κατέβαινε απ’ τν Αδριανού με στρατό για να πολιορκήσ’ τ’ bόλ, όποπου πέρναγε έλεγε στο gόσμο να γέν’νε υπό χωρίς πόλεμο, κι αυτός τς έδνε το βασιλικό λόγο τ’ να μη bράξ’ νε αυτνούς, νε το βιότς, και οι χστιανοί όσ’ έγλεπανε π’ δε bόρνε ναdισταθούνε υποτάζdανε. Εκείνα τα χρόνια, στα δκά μας τα μέρια χωριά με κάστρο ήdανε η Σηλυβριά, οι Πουβάτες (είχανε πύργο), το Κονομειό, το Παπάζ bουργάζ και οι Μέτρες. Το Ξάστερο, οι Γιαλούς, οι Dελιόνες, το Τσακήλ, το Αλbασάν’, το Νιχώρ’ και το Κατήκιο δε ήdαν ακόμα καμωμένα. Για τη Σλυβριά δε ξέρμε αν παραδόθκε τότε στο Σουλτάν Μουράτ, μόνε για τς Πουβάτες λένε πό δωκαν χώμα και νερό, και γένκανε τεσλίμ δίχως πόλεμο, κι ο Σουλτάνος έστσε το τσαdήρ τ’ όξω μεριά απ’ το χωριό. Ήdανε τότες άνοιξ (Μάρτς για Άπρίλς(1)) κι ένας Τούρκος γενίτσαρος έδεσε τ΄άλογο τ’ μέσ’ σ’ ένα κριθάρ’ να βοσκήσ’. Ο νοικοκύρς τα χωραφιού θέλσε να τονε bοδίς, άμα ο γενίτσαρος τόνε βάρσε. Πλάλξανε οι Πουβατιανοί να βοθήσνε το χωριανό τς. Πλάλξανε και οι γενιτσάρ’ να βοθήσνε το δικό τα και γένκε μεγάλο ταβατού. Τότε σαν άκσε κι ο Σουλτάνος το σαματά, έστλε το σεΐζ τα και τς έφερε γουλνούς bροστά τ. Αγριεμένος τς ερώτσε, γιατί αφού παραδόθκανε κι έδωκαν το λόγο τς να μη bολεμήσνε, γιατί τώρα βαρούνε το στρατό τ; Οι Πουβατιανοί είπανε «Εμείς το λόγο μας τόνε βαστάμε, άμα εσύ δε dόνε βαστάς, γιατί έδωκες απόλυα στ ασκέρς και άρκεψε να γεdιρdάη τα κριθάρια μας». Σαν είδε ο Σουλτάνος π γείχανε δίκιο, πλέρωσε 100 άσπρα για τη ζημνιά στο bουβατιανό, και κρέμασε το γενίτσαρο εδεκεί μές στο χωράφ΄π γέdίρτσε και τν άλλ’ τ’ bουρνή τράβξε για τ bόλ’. Εκείνη τη χρονιά, ο καιρός πήγε αναβροχιά, τ’ άλογα δεν εύρισκαν χορτάρ’ και ψόφαγαν και στ΄ ασκέρ έπεσ’ αστένεια, γιαταυτό ο Σουλτάνος αναγκάσκε να γυρίσ’ πίσω στν Αδριανού. Περνώdας απ τα μέρια μας μόνε οι Παλιοχωρίτες παραφύλαγανε κι όπ έγλεπανε ένα δυό ασκέρια μοναχά, τα σκοτώνανε. Οι Τούρκοι τότες δε bόρσανε να τσε κάμνε τίποτα, γιατί από πίσω είχανε το φόβο να μην έρτνε και οι Έλλην’ τς Πόλς. Ύσταρ΄ από χρόνια, ο Σουλτάν Μεχμέτ Φατίχ, κίνσε με πλειότερο στρατό να πάρ τα bόλ’. Τότες η Σηλυβριά και οι Μέτρες πολιορκήθκανε και παρτήκανε απ’ τσι Τούρκ’, αφού πολεμήσανε παλκαρίσια. Οι Παλιοχωρίτες απ’ το φόβο τς άφκανε το χωριό κι έφγανε, άλλ’ στς Μέτρες κι άλλ’ στο Κονομειό, και οι Τούρκ’, σαν ηύρανε το χωριό άδειο, το βαναν φωτιά και το κάψανε, κι άμα πάρτκε η Πόλ’ το Παλιοχώρ’ (τα χωράφια τ’) γένκε χτήμα σουλτανκό και πολλές φορές ο Σουλτάνος πάγαινε εκεί κι αβλάdζε. [1. Κατ’ άλλην ανακοίνωσιν του Λάμπου Βουτσά ετών 72 η επιγραφή ήτο: «ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΤΑΚΕΙΤΑΙ Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΑΜΑΛΙΑ Η ΚΑΙ ΕΥΦΗΜΙΑ Η ΤΩΝ ΑΡΜΕΝΙΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑ ΙΝΔ Ζ ΜΑΙΟΥ Β», αποτύπωμα δε αυτής επί τυποχάρτου έλαβεν ο τότε επίσκοπος Μετρών. 2. Κατ’ άλλην αφήγησιν της Μαρίας Ιωαννίδου ετών 87, ο ιδιοκτήτης του Αλbασανιού ωνομάζετο Χατζή Νερσές και ήτο σαράφης το επάγγελμα δηλαδή τοκιστής χρημάτων 1. Η πολιορκία Κων/πόλεως υπό Μουράτ Β έγινε τον Αύγουστον του 1442, αιτία δε της διαλύσεως της υπήρξεν η επανάστασις του Μουσταφά, νεωτέρου αδελφού του Μουράτ Β, όστις υπό την οδηγίαν του Ελνά, οινοχόου του Σουλτάνου εκυρίευσε την Νίκαιαν. 3. Ο Σουλτάνος Μεχμέτ Β’, ο Πορθητής, διήλθε των μερών εκείνων τον Φεβρουάριον του 1453, κυριεύσας τις Επιβάτες και τον Άγιον Στέφανον, εξαιρέσει της Σηλυβρίας]
Τόπος Καταγραφής
ΘράκηΠηγή
Κάλλ. Χουρμουζιάδου, Αρχείον Θρακικού Θησαυρού, τόμος Δ, σελ. 106 – 108Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού Γλωσσικού Θησαυρού, Δ, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις Α΄- Θ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΓΤίτλος παράδοσης
Το ΠαλιοχώριΣτοιχεία πληροφορητή
Χουρμουζιάδου, Αλέξ, Γ. Άνδρας 58Συλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.