Μια βουλά σφάζαν τους, τους γέρους. Ένας λυπήθη να σφάξη τον πατέρα του έτσι τον είχε κλεισμένο σ’ ένα κατώγι, φαίνεται δεν θα ήτανε στο χέρι του να μην τονε σφάξη γι’ αυτούνο τον είχε κλεισμένο. Έτυχε να βάλουνε ένα στοίχημα, ποιος θα πρωτοϊδή τον ήλιο (μα σε τι δεν ήξεραν) Τσείνος που είχε κρυμμένο τον πατέρα του, πάει εκεί ετσί του λέει το τσαι το. Ο πατέρας του του λέει: « Ούλοι θα τηράξουνε κατέ ετσεί που βγέλλει ο ήλιος, συ να τηράξης κατέ τη δύσι, γιατί πρώτα στη δύση θα βαρήση ο ήλιος» όντες πήγανε μια ποταχινή ούλοι για να ιδούνε, ούλοι τηράζανε κατέ την ανατολή, τσείνος τήραζε κατέ τη δύση. «βρε, πο δώ βγέλλει ο ήλιος» του λένε οι άλλοι, «χα τους νε» λέει τσείνος, ήτανε μαθές βαρημένος στο βουνό. «Βρε, ποιος σ’ ορμήνεψε;» του λένε, «ο πατέρας μου» λέει εσείνος. Τσαι από τότες είπανε πως οι γέροι χρειάζονται, τσαι πάψανε πλια να τους σφάζουνε.
Place recorded
Εύβοια, ΜέσηRecording year
1902Source
Αρ. 1083, σελ. 190, Β. Φάβης, Μέση Εύβοια, 1902Collector
Source index and type
1083, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT