Ο Μελισόβας ήταν κλέφ’της με 40 παλληκάρια. Εδώ στο ύψωμα της Γουρνωτής (ήταν φρούριο). Απέναντι στο Τερτίπ’, ήταν Τούρκ’ Κι πήγαιναν και πολέμαγαν με τα σπαθιά. Τους κυνηγούσαν μέχρι τα ταμπούρια τς. Πηγαίναν τούτ’, γύρ’ζαν οι άλλ’. Αυτό το βιολί γίνοταν. Εν τέλει είχαν κι από κει να τα σισιπά (sic). Τα όπλα και τον χτυπούσαν, δεν τον έπαιρναν. Είχε τίμιο ξύλο. Ένας Τούρκος έλυωσε το δαχτ’λίδι του (που ήταν ασημένιο) και το ‘βαλε μέσ’ το μολύβ’ και τον χτύπ’σε. Το ‘κοψαν το κιφάλι και τον δείχναν. Ελάτι, βρε, να πάριτι του «Μελισόβα». Θύμωσαν οι Έλλινες, είπαν: «Τώρα θα ριχτούμε, σήμερα ή ζούμε ή πεθαίνουμεν. Τους ρίχνονται και τους σφάζουν αυτοί οι 39 και μαζί έσφαξαν και τον Τιρτίπη των Τούρκων κι από κει έμεινε τ’ όνομα (τοπωνύμιο). Του Τιρτίπ’ τα ταμπούρια (μ και π εναλλάσσονται. Τιρτίμης και Τιρτίμπης και Τιρτίπης).
Place recorded
Καρδίτσα, ΘραψίμιRecording year
1959Source
Λ. Α. αρ. 2301, σελ. 491, Δ. Λουκάτος, Θραψίμι Καρδίτσης, 1959Collector
Source index and type
2301, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT