Παράδοσις περί Χασίων
Αυτό πλές ήταν ένας μιγάλους, βασιλ’κός άνθρουπους, μπίμπασης ήταν μεγάλους. Αυτός είχε μέρους π κάθουνταν μι στρατό τη φύλιτι. Κι του στρατό που είχι, δεμ μπόργει να τα κάμ να πααίν’νι μι λουγαριασμό στα χουριά, ρήχνουνταν αγάτ μές στα χουριά. Έφταναν ισένα σόπιρναν του γίδι, τουν άλλουν τα πάταγαν η γ’ναίκα, κι άμαμ έλιγαν κι τίπουτα, τσόρχναν κι απ του κιφάλ’. Τότις, άμα παϊναν οι χουριάτες να κάν’νι του παράπουνου στουν τρανό τς τσιχτέρζι. Τότις κι αυτοί απουφάς΄σαν κι τους χτύπσαν. Τότις, άμα χτυπήθης, πάϊσαν απού μέσα απού του δικαστηρίου τη τα έκαμαν ούλα τα χουριά, τα χάσια. Ου δικαστής τα έλει: Ψάθη ου άνθρουπους απ τα δικά σας τα χουργιά. Αυτοί έλιγαν: δε γουρνίζουμι. Κι αυτοί είχαν ουρκιστή να μημ πη κανένας τίπουτα ότ κι αν τα κάμουν. Τι να κάνι του δικαστήριου! Τα χτύπ’σι, πλέρουσαν υζεριμέ δια τίπουτας. Χάσ’, χάσ’, χάσ’, λάθη ου άνθρουπους. Απού κει κ’ ύστερα έμεινι χάσια. Έγραψα καθ΄ υπαγόρευσιν του Γεωργίου Θεοδώρου από το Κολόχι).
Τόπος Καταγραφής
ΑιτωλίαΧρόνος καταγραφής
1912Πηγή
Δ. Λουκόπουλος, Αιτωλία, Λαογραφία Γ, 1911 – 1912, σελ. 116Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Λαογραφία, Γ, ΠεριοδικόΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT