Η κατάρα του γέρου και η εξιλέωσις
Ο άλλος ωραίος θρύλος που μας στέλλει ο ίδιος καλός αναγνώστης μας αναφέρεται εις το γραφικό χωριουδάκι Κυπαρίσσι της Αταλάντης. Θεωρείται το συμβάν του ως από τα πλέον νωπότερα και υπάρχουν οι παληοί της περιοχής Αταλάντης κάτοικοι που τονίζουν ότι εδώ και 80 χρόνια έγινε ένας φοβερός σεισμός, εξ αιτίας του οποίου όλο το παληό χωριό βούλιαξε. Οι περισσότεροι όμως άνθρωποι έζησαν και όσοι δεν κατελήφθησαν από το φόβο νέας καταστροφής και δεν έφυγαν για πολύ μακρυά, έχτισαν μερικά σπιτάκια εις το μέρος όπου είνε σήμερα το γραφικό χωριό Κυπαρίσσι. Ένα μέρος των σπιτιών, επειδή δεν υπήρχε κατάλληλος χώρος, εκτίσθη σ΄ένα παληόν εκκλησιαστικόν τόπο. Άρχισαν να ξαναζούν ευτυχισμένοι, ως που μια ημέρα πανηγυριού, ενώ νέοι και νέες χόρευαν και τραγουδούσαν στην πλατεία του καινούργιου χωριού, φάνηκε κοντά τους ένας γεροντάκος. Κανείς δεν τον ήξερε ποιος ήταν. Είπαν μην είνε πραματευτής, μην είνε ζητιάνος. Μα ούτε πραμάτειες είχε, ούτε ζητιανιά έκανε. Τι να ήταν; Πήγαν οι πιο νέοι και σκανδαλιάρηδες και τον πείραζαν. Εκείνος δεν παρεπονείτο. Χαμογελούσε και δεν διεμαρτύρετο. Αλλά τα χωρατά παράγιναν. Δυο τρεις νέοι από τους πιο χωρατατζήδες πήγαν και τον άρπαξαν για να τον βάλουν στον χορό. – Θα χορέψεις γέρο. Χορό γέρο! – Χορό γέρο! Χορό, του φώναζαν. Και κανείς δεν άκουγε πλέον τις διαμαρτυρίες του ότι χορό δεν ήξερε και να ήξερε τα πόδια του δεν κρατούσαν από τα γεροντάματα. Αλλά θέλοντας και μη χόρεψε κι’ είπε κι’ ένα τραγούδι. Τραγούδι παράξενο και τρομερό. – Δέκα τρεις μωρέ παιδιά, δέκα τρεις και πίσω! Δώδεκα είσαστε δεκατρείς να μη γίνωστε! Έφριξαν οι χωρατατζήδες μόλις άκουσαν το τραγούδι και θυμωμένοι τον έδιωξαν. Τον σφύριζαν και τον πετροβολούσαν. Τρομαγμένος ο γεροντάκος έτρεξε προς την παραλία να σωθή από το πετροβόλημα. Στην ακτή βρήκε ένα βαρκάρη Τον παρεκάλεσε θερμά να τον περάση με τη βάρκα του στο απέναντι νησάκι της Αιγιάλειρας. Εκείνος αρνήθηκε και τον κορόϊδευε. Τότε έγινε κάτι θαυμάσιο. Ο γέρω ζήτουλας έβγαλε τη φουστανέλλα του και την πέταξε απλωμένη στην ξάλασσα. Ύστερα πήδησε επάνω και το θαύμα έγινε. Η φουστανέλλα έπλεε γρήγορα, γρήγορα περισσότερο και από τρεχαντήρι. Εμβρόντητος έμεινε ο βαρκάρης και έτρεξε ν’ αναγγείλη το τι είδε και το τι έγινε στην ακροθαλασσιά. Κανείς σχεδόν δεν το πίστεψε. Οι χωρατατζήδες νέοι μαθαίνοντας αυτά και θυμούμενοι το τι έλεγε στο τραγούδι του ο παράξενος γέρος, πίστεψαν πως κακό θα έπεφτε στο χωριό και παρακαλούσαν τον Θεό να τους συγχωρήση. Το κακό όμως ήρθε χειρότερο και γρηγορώτερα από ό,τι εκείνοι περιμένανε. Φοβερές αρρώστειες έπεσαν στο χωριό και από τα σόγια πέθαιναν οι άνθρωποι, ως που έφτασαν όλα να μην έχουνε περισσότερο από 12 συγγενείς. Στο τέλος όλες όλες η οικογένειες του χωριού δεν ήσαν παρά δώδεκα. Η κατάρα του τραγουδιού είχε πιάσει. Άρχισαν να φεύγουν και οι επιζήσαντες έως ότου μια ημέρα ο παράξενος γέρος φάνηκε εμπρός σ’ ένα κτίστη. Σαν να θυμόταν πως ήταν ο ίδιος που είχε κάμει στο τραγούδι του την κατάρα. Και όταν ο γέρος του είπε πως θέλει να του φτιάξη μια μικρή εκκλησούλα εδέχθη. Ετόλμησε μόνο να του ειπή αν δεν ήταν όρθο να πληρωθή για τα υλικά και τους κόπους να κτίση την εκκλησούλα. – Φτωχός άνθρωπος είμαι, του είπε. Πρέπει να πληρώθω. – Σωστά και θα πληρωθής, του απήντησε ο γέρος. Αλλά να ιδώ και την όρεξί σου και την πίστι σου, να δώσης μια νέα εκκλησία στο χωριό σου. Τα λεφτά θα τα λάβης, όταν τελειώσης την δουλειά. Ο κτίστης εδέχθη, ο γέρος τον χαιρέτισε και έφυγεν. Άρχισε αμέσως ο χτίστης το κτίσιμο, έβαλε όλα του τα δυνατά να την τελειώχη το γρηγορώτερο και να την κάμη κομψή και ώμορφη. Τελείωσε επί τέλους πέρασαν ημέρες αλλά τα λεφτά δεν έφθαναν. Είχε ξοδέψει και την τελευταία του δεκάρα και μια ημέρα γύριζε απηλπισμένος στην ακροθαλασσιά. Δεν είχε πια ούτε και ν’ αγοράση λίγο ψωμί. Αλλά αιφνιδίως εκεί που εστέκετο απηλπισμένος ένα κορμό δένδρου του έφερε η θάλασσα. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Μα ο κορμός κτυπούσε στα πόδια του, σπρωγμένος από το κύμα. Θυμωμένος τον κλώτσησε και τότε από ό,τι είδε έτριβε τα μάτια του. Ο φλοιός του κορμού ήταν μαλακός και καθώς τον κλώτσησε έσπασε. Λίρες ξεπήδησαν από μέσα, λίρες άφθονες που αντιστοιχούσαν στο διπλάσιο ποσόν από κείνο που εχάλασε για τα υλικά της εκκλησούλας και για τους κόπους του. Χαρούμενος έτρεξε στο χωριό ανήγγειλε τι ευρήκε και εξήγησε στους άλλους τώρα γιατί χωρίς να τον πληρώνη κανείς έκτιζε εκείνος την εκκλησίτσα. Τους είπε ακόμη ποιος ήταν ο γέρος που του είχε δώση την εντολή. Θυμήθηκαν όλοι και την αφήγησι του βαρκάρη και περισσότερο την κατάρα του τραγουδιού. Προμυθοποιήθηκαν τότε να κτίσουν και μια νέα εκκλησία στον άγνωστο γέροντα και νήστεψαν για πολλές ημέρες, να εξιλεωθούν από το αμάρτημα που είχαν διαπράξει στο χωριό. Έτσι από τότε το Κυπαρίσσι έπαψε να έχη αρρώστειες, γύρισε πάλι ευτυχία κ οι άνθρωποί του έγιναν πάμπολλοι και ευτυχισμένοι. Έγινε με δυο λέξεις το ωραιότερο και πλουσιώτερο χωριό της περιοχής της Αταλάντης.
Place recorded
Άδηλου τόπουRecording year
1937Source
Εφημ. Ακρόπολις, 12,13 – Φεβρουάριος 1937Collector
Source index and type
Ακρόπολις, 1937, ΕφημερίδαItem type
ΠαραδόσειςTEXT
Language
Ελληνική - Κοινή ελληνικήDrawer
Παραδόσεις Α΄- Θ΄Legend classification (acc. Politis)
Παράδοση ΓLegend title
Η κατάρα του γέρου και η εξιλέωσιςCollections
Except where otherwise noted, this item's license is described as Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Related items
Showing items related by Text, collector, creator and subjects.