Πως βγαίνει ο ήλιος
Έναν ωραιότατον θρύλον με πολλάς ιστορικάς ενδείξεις ότι συνέβη κάποτε εις την πραγματικότηταν, μας αποστέλλει ένας καλός αναγνώστης μας. Αφορά ένα εξαιρετικόν γεγονός, που συνέβη στην λουλουδένια Κέα, την Τζια. Οι νέοι ας την προσέξουν περισσότερον. Όσο απλό φαίνεται το συμβάν, τόση βαθύτερη είνε η έννοια του. Οι γέροι ακόμη ας παρηγορηθούν. Υπάρχουν τόσα ιστορικά παραδείγματα, όπως συμβαίνει και εις τον Τζιώτικο θρύλο, όπου αναγνωρίζεται η υπεροχή, η χρησιμότης της γεροντικής ηλικίας. Αλλ΄ ας παραθέσωμεν τον θρύλο. Σε χρόνια λοιπόν φοβερά, δύο αιώνες πριν από σήμερα που η «Μπαρμπερία» οι κουρσάροι ελυμαίνοντο κάθε ακροθαλάσσι, σε μεγάλη απελπισία έπεσαν οι Τζιώτες. Πείνα φοβερή, στέρησις των μέσων να φέρους τρόφιμα από τα διπλανά νησιά. Που και που κανένα φορτίο ξέφευγε από τα κουρσάρικα καράβια. Από τις στερήσεις αυτές έπεσε και μεγάλη θνησιμότης. Πέθαιναν οι άνθρωποι, των οποίων οι οργανισμοί ήσαν εξασθενημένοι, με την παραμικρότερη αρρώστεια στους δρόμους. Τι να γίνη, τι έπρεπε να γίνη, εσκέπτοντο όλοι με αγωνία. Ο Τοπάρχης σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε το πράγμα αλλα λύσι δεν εύρισκε. Ούτε σε θέσι να επιχειρήση μια θαλάσσια έξοδο ήταν, ούτε και τα μέσα είχε σπόρους και εργαλεία να αυξήση την καλλιέργεια. Κάλεσε ως τόσο την Δημογεροντία, τους σοφούς 12 γερόντους, που ήσαν ως σύμβουλοί του, ανώτερη και απ’ αυτόν εξουσία. Εκείνοι εκλεγόμενοι από τον λαό ενομοθετούσαν, ενώ εκείνος υπέγραφε, διέτασσε την εκτέλεσιν. Συνήλθαν λοιπόν οι εβδομηντάρηδες, εξηντάρηδες και ογδοντάρηδες και έβγαλαν ένα ανήκουστο για την ζωή τους διάταγμα. Απεφάσισαν δηαλδή όπως όλοι οι άνθρωποι που ήσαν ηλικίας επάνω από τα 60 να δηλητηριάζωνται. Να πεθαίνουν, και πρώτοι αυτοί, για να σωθούν τα παιδιά, οι νέοι, τα νειάτα, που είχαν να παίξουν μεγάλον ακόμη ρόλο για τον τόπο. Έλεγε το διάταγμα, όπως το διατυπώνει, ο καλός αναγνώστης μας: Άρθρον 1ον. Διαπιστωθέντος, ότι τα τρόφιμα της νήσου δεν επαρκούσι προς διατροφήν όλων των κατοίκων και μη υπάρχοντος ετέρου τρόπου βελτιώσεως της καταστάσεως, προς αποτροπήν της θνησιμότητος των νέων λόγω μη επαρκούς διατροφής, αποφασίζομεν και διατάσσομεν όπως από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου οι κάτοικοι της νήσου, ανεξαρτήτως φύλου κατά την ημέραν της συμπληρώσεως του εξηκοστού έτους της ηλικίας αυτών, εις κοινόν συμπόσιον των συγγενών και φίλων μεταξύ των οποίων απαραιτήτως δέον να παρακάθηται ο Τοπάρχης ή νόμιμος αναπληρωτής αυτού, πίνωσι το Κώνειον, τελευτώντες τον βίον αυτών χάριν της υγείας και ευρωστίας των εαυτών τέκνων. Άρθρον 2ον Οι κατά την δημοσίευσιν του παρόντος νόμου εκ των κατοίκων αμφοτέρων των φύλων έχοντες συμπεπληρωμένον το εξηκοστόν έτος της ηλικίας αυτών οφείλουσι να λάβωσιν αυθημερόν ομαδικώς το δια του προβλεπόμενον Κώνειον εν κοινώ συμποσίω και παρουσία του Τοπάρχου εις ον ανατίθεται η επίβλεψις της ακριβούς και πιστής εφαρμογής του παρόντος. Άρθρον 3ον Από της αύριον θα διανέμηται δια δελτίοιυ εις τους εκ των κατοίκων δικαιουμένους τιούτου, ήτοι τους μη συμπληρώσαντας το 60στόν έτος της ηλικίας αυτών. Προς τούτο θέλει διενεργηθή εντός της αύριον γενική των κατοίκων απογραφή, των υπολειφθησομένων μετά την ομαδικήν θανάτωσιν των υπερηλίκων συμφώνως τω προηγουμένω άρθρω». Η Ανταμοιβή. Πραγματικώς έτσι και έγινε την άλλη ημέρα. Ομαδικώς αυτοεδηλητηριάσθησαν οι γέροι πίνουντες κώνειο και το ψωμί περίσσεψε και ημπόρεσαν τουλάχιστον να φάνε από μια μερίδα οι νεώτεροι. Και κάθε ημέρα όσοι συνεπλήρωναν τον εξηκοστό τους χρόνο μαζεύονταν προ του Τοπάρχου έπιναν το κώνειον αυτοκτονούσαν. Έτσι ήρθε και η ημέρα ενός εξηντάρη που είχεν ένα φιλόστοργο γυιό. Δεν ημπορούσε ο καλός νέος να υποφέρη την ιδέα, ότι ο πατέρας του θα πέθαινε για να ζήση. Πήγε και παρεκάλεσε τον Τοπάρχη, έκλαψε, εξελιπάρησε. – Να δηλητηριασθώ εγώ. Αφήστε τον πατέρα μου να ζήση. Ανένδοτος εστάθη ο Τοπάρχης. – Εκτιμώ, του είπε, την αυτοθυσία σου, τον πόνο σου και όταν θα ιδή καλύτερες ημέρες ο τόπος μας, γενναία θα σε αμείψω. Αλλά μη μου ζητάς τέτοια εξαίρεσι. Το διάταγμα θα τηρηθή. Απηλπισμένος γύρισε σπίτι ο καλός υιός και εσκέπτετο τι να κάμη. Αιφνίδια του ήρθε μια καλή ιδέα. Θυμήθηκε ένα βότανο που πίνοντας κανείς το ζουμί του, φαίνεται σαν να πέθανε. Παθαίνει νεκροφάνεια μα στην πραγματικότητα ζη. Πήγε να ευρή το βότανο και την προσδιορισμένη ώρα όταν και ο Τοπάρχης ήρθε έδωσε στον πατέρα του το ληθαργικόν υγρό. Εφάνηκε ως ήρθε επώδυνος ο θάνατος, ώστε κανείς δεν υπωψιάσθηκε την αλήθεια. Τελευταία χάρι ζήτησε ο καλός νέος να θάψη το κουβάρι του γέρου του στο κατώγι του σπιτιού του. Δεν αρνήθηκε ο άρχοντας που ήξερε πόση ήταν η αγάπη του νέου στον πατέρα του. Με αυτή την χάρι κατώρθωσε ο καλός γυιός να συνεφέρη εύκολα τον πατέρα του να τον έχη κλεισμένον στο κατώγι και να μοιράζεται μαζί του την μοναδική μερίδα του ψωμιού που μοίραζε ο Τοπάρχης. Μα μια ημέρα πέθανε αιφνίδια ο Τοπάρχης. Η πρόχειρη δημογεροντία προεκήρυξε τότε ένα περίεργο τρόπο εκλογής νέου Τοπάρχου. Ήθελε να εκλεγή δηλαδή ένας άνθρωπος που το κεφάλι του κάτι θα έκοβε. Έβγαλε, λοιπόν, προκήρυξι που έλεγε: - Θα εκλεγή εκείνος τοπάρχης που θα ιδή πρώτος τον ήλιο αύριο το πρωί. Οι προνοητικοί πρέπει να σπεύσουν από την νύκτα στην ψηλή κορυφή του Προφήτη Ηλία. Ξεκίνησαν τότε δια νυκτός όλοι οι Τζιώτες για τον λόφον. Ο φιλόστοργος γυιός πριν ξεκινήση ανέφερε τα καθέκαστα στον πατέρα του. Εκείνος τον συνεβούλευσε με τα σοφά και πολύπειρα γεράματά του: - Δεν είναι ανάγκη να κουρασθής του είπε, ν’ ανέβης στο βουνό. Άφησέ τους να τρέχουν αυτούς. Εσύ να σταθής χαμηλά και να μη κυττάς προς την Ανατολή. Το ηλιακό φως, η ακτίνες του θα φανούν πρώτα από το άλλο μέρος. Την σοφή συμβουλή ακολούθησε ο νέος και ενώ οι άλλοι περίμεναν ακόμα στον λόφο να ιδούν την ανατολή του ηλίου, εκείνος την είχε δη από πού πριν και έσπευδε να το αναγγείλη στην επιτροπή. Παρεδέχθη αυτό το «κατόρθωμά» του και τον ανακήρυξε τοπάρχη. Μουδιασμένοι οι άλλοι διετύπωναν απορλια πως σκέφτηκε το απλό αυτό πράγμα και τον συνεχαίροντο. – Δεν το σκέφθηκα εγώ, τους είπε, αλλά ο σοφός πατέρας μου. Σ’ αυτόν ανήκουν τα συγχαρητήρια. Τους είπε τότε όλη την αλήθεια και όλοι τότε συλλογίστηκαν πόσον χρήσιμοι είνε οι γέροντες. Ηκυρώθη τότε το μέτρον της δηλητηριάσεως των υπερηλίκων και από τότε εδημιουργήθη η σοφή παροιμίαι: - Αν δεν έχης γέρο αγόρασε. Και σωστά. Γιατί δίχως τα γεράματα τα σοφά και τα πολύπειρα, η χρυσή νεότης, θα επελάγωνε, δεν θα ημπορούσε να κάμη βήμα.
Τόπος Καταγραφής
Άδηλου τόπουΧρόνος καταγραφής
1937Πηγή
Εφημ. Ακρόπολις, 1 - Μάρτιος 1937Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
Ακρόπολις, 1937, ΕφημερίδαΣχετιζόμενα κείμενα
Παρεμφερής Πολίτου Παροιμίαι Γέρος σελ. 35Βλ Πολίτου Παραδόσεις σελ. 55 – 56
Τύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT
Γλώσσα
Ελληνική - Κοινή ελληνικήΣυρτάρι
Παραδόσεις Α΄- Θ΄Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Παράδοση ΓΤίτλος παράδοσης
Πως βγαίνει ο ήλιοςΠαρατηρήσεις
ΓεροντοκτονίαΣυλλογές
Εκτός απ 'όπου διευκρινίζεται διαφορετικά, η άδεια αυτού του τεκμηρίου περιγράφεται ως Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Σχετικές εγγραφές
Προβολή εγγραφών σχετικών με κείμενο, συλλογέα, δημιουργό και θέματα.