Μια γυναίκα ητσέντα σοίννης ‘ς κην Απουθήκα. Τσι στου τσένταν ακούει τσιγαράδα. Γυρίζζει τσι βλέπει ‘ς τ’ ακρογιάλι μιάν κλεφτούρα τσι δύο αθρώπους νάρχουντα καταπάνου της. Παίρνει δρόμον απού μύηκη σε λαγγάδιν, οπού είσαι κης σι κλέφτες των τσυνηγούσα, μα δεν κην ηπρουκάμναν. Ήφτασε στου Μεροβίγλιν τσι βλέπει έναν άθρουπον ξυλοκκόπου τσι του φώναξε «Σώσε με τούτην την ώραν τσι γλήγορα». Αυτός σηκώννει μάνι μάνι κομμένα κλαδιά τσι ταχ χώννει απού κάτου. Ίτσει να τσι βλέπει τους Τούρκους τσ’ ήρκουνταν. Αρωτούν τον, «που ‘ναι, γέρου, μια κόρη που ‘τρεχεν ίσα δω; «Ας’ ίσα κάτου πήρεμ μεριάν του χωριό», του λέ ‘φτος. Τσείνοι πήραν του δρόμουν του χωριού τσ’ έτσι η κόρη σωθή. Ητσέντα= εκέντα, σοίνοις= σχοίνης, Απουθήκα= Τοποθεσία Μεστών, μυρωδιά= τσιγάρου, κλεφτούρα= πλοιάριον πευρατικόν, Μεροβίγλιον= Τοποθεσίαν Μεστών, Ξυλοκόπου= εκαθάριζον άγριο χωράφι ημερεύει, 8) προς το
Τόπος Καταγραφής
ΧίοςΧρόνος καταγραφής
1926Πηγή
Αρ. 692 – 62, Στυλ. Βίος, Χίος, 1926Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
692, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT