Μου ‘λεγεν ου πατέρας μου πως στην Απανάστασι οι Τούρτσοι έτρεχαν εις του χουριό τσι ήσφαζζαν τους ανθρώπους. Μεις σαν του μάθαμεν ητρέξαμεγ για να χουστούμεν. Πλέο καλά ηφάνημ μας να ΄καμε στου Διαπόρι. Του Διαπόρι είν’ έναν νησσάϊ μέσα βαθειά ε’ς τη θάλασσα ως μισή ώρα απού την ακρογιαλιά τσ’ εν όλλου βράχια, γεμάτ’ απού βαθκειές σπηλλιές. Μεις που εν είχαμεβ βάρκες ησκέν λόμελεν είντα λιμός να πάμε. Δυο τρεις αθρώπους ηπήγαν ιτσεί με μια σκάφη. Ιτσείνην τη σκάφη την εδέσαμεν ημείς απού τα πισινά που ‘μεστεν όξου τσι άμα ήφευαν οι γι’ άλλοι που καθόνταμ μέσα, μεις σι γι’ άλλος αν’ όξου ηφήνναμεν του τσινί που τι ην είχαμεδ δεμένη. Σαν ηφτάσα ‘ς του Διαπόρι ηδέσαν τσι τσείνοι έναν άλλου σα σοινί που ‘χαν μαλλίν τους από κην άλλην πάντα της σκάφης τσε εδέτσι σαν ηθέλαμεν να σύρουμε μεις όξον τη σκάφη, ητραβούσαμεν του σοινί τσι βάλλαμεμ μέσα ό,τι θέλαμε φαγώσιμου, τσι σιτάρια, τσι λάδια τσι ότι είχαμε. Ύστερα ετραβούσαν οι γι’ άλλοι τσ’ έτσι ηπηγαίνουήρκουνταν η σκάφη. Μαζζίμ με τσείνα που στέλλαμεν ήκαθίζζαμεν τσ’ αθρώποις. Εδέτσι ηκουβαλήσαμεν όλλους τους γέρους τσι τες γυναίτσες τσι τα παιδάτσα όλλα τσ’ απόξου ηφύγαμε μεις οι γι’ άντρες. Δυο τρείς παλληκαράδες κάθε βράδυ έμπαιννα στου χωριό, μα πηγαίνναν νύχτα για΄τι ηφύλαγαν Τούρτσοι τσι απού κάθε δρόμουν είχαν ένα ησπίκιν σπασμένου για να φυλάουν καλά. Δαν ηπηγαίννα στου χουριό, ημπαίνναν κρυφά στου καθένα του σπ΄το τσ’ ηφορτόννουντα σιτάρια τσιότι βρίσκαν τσι τα πηγαίννα στου Διαπόρι ηγέννησε μια γυναίκα τσι του παιδάϊ του βαττήσαμ μέσα ‘ς ένα γλαστρόκουλου. Εδέτσι ηπερνούμεν απάνου στου Διαπόρι ισαμε που ήρταν καϊτσα που τα ψαρά τσ’ ηπήραμ μας τσ’ έτσι ησώθημεν. Λιμός= τι λογής, γλαστρόκουλου= σε σχήμα γλάστρας ης απέμεινε μόνην στάθμην. Τις μέρες που μεστεν εις του Διαπόρι ίνας χουρικός ηγύριζζεμ μέσα σ’ έναν ποταμό για να κρυφτή πουφετά, γιατί ήμεινεν τελευταίος απ’ όλλους τσι δεν του ξερεν πως οι γι’ άλλοι ηπήγαν εις του Διαπόρι. Μέσα στου Ποταμό υπάγκησεν έναν Τούρτσου. Ου Τούρτσους σαν τουν είδεν, ήκαμεν τουν κουτσό πως κινεί του ντιδάριν του, τσι του φάναξε να τους σηκώση να τουν πα στου χουριό, Ου κακομοίρης ου άνθρωπους τουν ησήκουσεν τσι τουν ηνήβαζζεν έναν ανήφουρουν τσι πέρασεν απού έναμ πηγάδι ηδίψαν τσι του πεν να κατέβη να πα’ νερού να πιη. Ου άθρωπους ηκατέβην τσ’ ηγέμουσεν του φέσιν του νερόν μα ώστα να ρτη απάνου ηχύθην του νερό. Ύστερα ξαναξατέβη , μα πάλι του χύθη ύστερα οι Τούρτσους ηκατέβημ μονάχους του στου πηγάδιγ για να πιη. Ου χουριανός τότες την ώραν που ‘πιννεν ου Τούρτσους ηγκρέμμισεν όλλα τα χείλλια του πηγαδιού τσι τουν ησκότουσεμ μέσα στου πηγάδι. Ύστερα ήφυεν τσ’ επήεν εις το Διαπόρι τσι τα ‘λεγεν τσ’ εις τους άλλους. Πούφετα= πούβελα, υσάγκησεν= συνάντησε, ωστά= έως ότου
Place recorded
ΧίοςRecording year
1926Source
Αρ. 692 – 62, Στυλ. Βίος, Χίος, 1926Collector
Source index and type
692, Αρχείο χειρογράφωνItem type
ΠαραδόσειςTEXT