Παρά την κώμην Τεριαχίου της Ηπείρου υπάρχει με γενικόν όνομα τοποθεσία Νιζιάνη εις ην περιλαμβάνονται άλλα τοπωνύμια ως του Κρισσρά, Παζάρ, κλπ. «έγγυς του οποίου είναι ετέρα θέσις» στου χαμένου» ονομαζόμενη εώς σήμερον. Διατί ωνομάσθη «στου χαμένου»; Κατά την διασωζομένην παράδοσιν ωνομάσθη ούτω, διότι εις πλούσιος, «Κρισσαράς» ονομαζόμενος, είχεν ένα παιδί μοναχόν, το οποίον ήτο ενδεδυμένον με χρυσά φορέματα, και το οποίον η μήτηρ του Νίθυλα το κατέβαζεν εις την αγοράν (παζάρ), εκεί όπου επώλει αυτή αλεύρι και άλλα πράγματα, και ως ομολογούσιν οι γεροντότεροι, ο μεν πατήρ του παιδίου Κρισσάρας εκάθητο και επώλει εντός του εργαστηρίου του, η δε μήτηρ εκτός, οίτινες αμφότεροι επώλουν αλεύρια και άλλα νοθευμένα πράγματα και ο Θεός δεν έστερξε τούτο και δια να εφαρμοσθή το ρητόν «αμαρτίαις γονέων παιδεύουν τέκνα» εκατέβασεν από το βουνόν λύκον τινά λυσώδη και άρπαξε το μοναχόν παιδίον του πλουσίου Κρισσαρά από την αγκαλιά της μητρός του και διελύθη η πανήγυρις και το εμπόριον, εξ ου ωνομάσθη και η θέσις «στου χαμένου» και εώς σήμερον ούτω ονομάζεται. Το παραμύθι τούτο σώζεται και ομολογείται από τας γραίας μετά πολλής επιτηδειότητος και αναθεματίζουν τους γονείς εκείνους του παιδίου και τους λέγουν κακούς. Προς βεβαίωσι του γεγονότος τούτου σώζεται και τραγωδείται εισέτι εν Ηπείρω το επόμενον δημώδες άσμα: «Ματ’ είδαν τα ματάκια μου, εψές στο πανηγύρι, άρπαξ ο λύκος το παιδί ‘πο την ‘γκαλλιάν της μάννας, χίλιοι πεζοί ετρέξανε και πεντακόσ’ καβάλαμ κανείς δεν τον εζύγωσε εκείνη τον ζυγώνει. Αφσε λύκε το παιδί και πάρε με εμένα να φας χριάσ’ και κόκκαλα, να φας και ν’απομείνη, δεν θέλω παλυοκρίασα, να φάγω και να μείνουν, και το παιδί της έκρινε ‘πο του λύκου το στόμα, μάννα κακή, μάννα τρελλή πώχεις γυναικογνώσι θυμάσαι όντας επούλαγες, τ’ αλεύρι με τη στάχτη, και το κρασί με το νερό, το λάδι με μολόχα, το βούτυρο με χοιράλλειμα, το στάρι με το χώμα, σύρρε μάννα στο σπίτι σου, σύρε στην ερημιά σου κττύπα και το κεφάλι σου με δυό μαύρα λιθάρια, είπε και του πατέρα μου να μάθη να ζυγιάζη, κι όντας να στίψ’ η θάλασσα να γένη περιβόλι κι όντας ν’ ασπρίσ’ ο κόρακας να γένη περιστέρι τότε κ’ εγώ θελαβγώ ‘πο του λύκου το στόμα». Το άσμα τούτο φανερώνει την ενταύθα γιγνομένην πανήγυριν, την καταστροφήν της πόλεως και την αρπαγήν του παιδί, εξ ου και η θέσις «χαμένου», εγγύς της οποίας είνε ετέρα θέσις «παληομονάστηρα» καλουμένη, εις ην ην Μονή τω χρόνω εκείνω εν η εμόναζον δύο ιερομόναχοι ων τα ονόματα εισίν «Αγάπιος και Βαρθολομαίος». Πλησίον ταύτης απαντώνται και τίνες κλίμακες, δι ων ανέβαινον εις την Μονήν ως και τα παλαιά της Μονής ήτης πόλεως υδραγωγεία δια των οποίων ήρχετο το προς πόσιν ύδωρ. 1) Κατ’ άλλους το μουσχάρι
Place recorded
Άδηλου τόπουSource
Νικ. Μυστακίδης. Αρχ. Μελ. Μαυροπούλου και Τεριαχίου Δωδώνη. ετ. Β' σελ. 79 – 80Collector
Source index and type
Δωδώνη, Β, ΠεριοδικόItem type
ΠαραδόσειςTEXT
Language
Ελληνική - Κοινή ελληνικήDrawer
Παραδόσεις Α΄- Θ΄Legend classification (acc. Politis)
Παράδοση ΑCollections
Except where otherwise noted, this item's license is described as Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
Related items
Showing items related by Text, collector, creator and subjects.