JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Άντρας μου πουχούμισε, το ψωμί μου γλύτωσα
Comments and Use
Όταν κανείς δε θέλει να φάη κάτι που του προσφέρουν Ο κ., Σπυριδάκης γνωρίζει. πουφούμισε (ρήμα ποφουμίζω, εποφούμισα = δυσαρεστουμαι και αποχωρώ από την παρέα ...)