Comments and Use
Μάνα (η) = τεμάχιον υφάσματος, όπερ κατά τήν κατασκευήν των μαλλίνων εγχωρίων φορεμάτων χρησιμοποιείται εις τό μέρος τό προσαρμοζόμενον κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης. Τά εκατέρωθεν τής μάννας τμήματα τού φορέματος λέγονται “λαγγιόλια”