Πλοήγηση Παροιμίες ανά Κείμενο
Αποτελέσματα 41558-41577 από 135781
-
Ζαμακώνω
(1916)Ερμηνεία: κτυπώ πονετικά, γεματίζω με το κτύπημα, λέγεται και ζεματίζω: “του 'δωκε μια, τονέ ζαμάκωσε (ή τονέ ζεμάτ'σε) -
Ζαν έχ΄ς καμό, άει στο bοταμό!
(1940) -
Ζαντού ψωμίν 'ς ση φρόνιμου κοιλίαν
(1929)Τρελλού ψωμί 'ς του γνωστικού την κοιλιά. Την περιουσίαν του τρελλού καρπούται ο γνωστικός -
Ζαρός κι απόζαρος
(1940)Ζαρωμένος κι αποζαρωμένος – Χαρακτηριστικό για τον ασουλούπωτο άνθρωπο, για τον αποτυχημένο -
Ζαρών σαν το ζαγάρ ούτας το δείρουν
(1895) -
Ζαρωμένος σαν λαδωμένος ποντικός
(1876) -
Ζαρωτά κάθ' κα καί ορθά κρίσον
(1939)Στραβά κάτσε μα ορθά κρίνε. Κρίνε δίκαια, όσο κι' αν αυτό νάναι αντίθετο με τα συμφέροντά σου, ή να λυπήσει και να ζημιώσει συγγενείς και φίλους σου -
Ζαρωτά κάθ' κα κι ορθά κρίσον
(1929)Στραβά κάθησε και σωστά κρίνα, Χαλδ. Προς τον αδίκως εν γνώσει κρίνοντα επί διαφοράς μεταξύ εαυτού και άλλου ή ξένων. Παραλλαγαί: “- και ίσα κρίσον” Τραπ. “- καθ' κα κλπ” Χαλδ. “Και τογρία καλάτζεψον” σωστά μίλησε. Σάντ. -
Ζαρωτά κάθκα κι ορθά κρίσον
(1918)ΠΜ 77: καθκά, Τραπεζ. ΑΠ 177: ίσα. Στραβά κάτσε και σωστά κρίνε. Προς τον σκοπίμως δι' ίδιον ή αλλότριον συμφέρον μη γνωμοδοτούντα δικαίως επί διαφοράς υφισταμένης μεταξύ αυτού και άλλου ή ετέρων δύο