Comments and Use
Τσ' κάλι = τσουκάλι, τα γνωστά πήλινα αγγεία, που μαγειρεύουν μέσα οι χωρικοί τα όσπρια. Όπως λοιπόν το τσουκάλι για να βράσει πρέπει να εξαναγκασθεί γι' αυτό δηλ. Απαιτεί διαρκή επίβλεψη και προσοχή, έτσι και κείνοι πόγουν κόρη ή αδερφή ή ανιψιά, πρέπει όλο να επιμένουν και να ενεργούν αν θέλουν να τις παντρέψουν