Όχι εδά ψόματα ΄ναι πως ήβαλεν η ΄υναίκα το διάολο μες στο bοκάλι
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Ήτονε, λε, ένας ψαράς κι εψάρευγεν ένα διάστεμα και δεν ήπιανε ψάρια καθόλου. Μιαν ημέρα, λε΄, ήσυρε dο δίχτυ κι΄ ήτονε μέσα ΄να bοκάλι. Λέει, χμ ! Ψάρια ΄φτα ! Τέλος πάdω πιάνει και ξεβουλώνει το bοκάλι και πεθιέτ΄ όξω ΄νας διάολος και καθίζει στσι νώμοι doυ. Ετρόμαξε λοιπό ο ψαράς κι΄ ήρχεψε να παρακαλή το διάολο να κατέβ' απού τσι νώμοι dου. Mα ΄φτος τίοτα. Εμάζωξε λοιπό ο καμένος ψαράς τα δίχτυα dου, τσ΄ απετονιές του και φεύγει και παέι σπίτι dου. Ο διάολος εκεί, στσι νώμοι dου. Εβάστα λοιπό και το bοκάλι στο χέρι dοθ. Πάει λοιπό και bαίνει μες στο σπίτι dου κατατρομασμένος. Λέει, είdα, τρέχει ; ειdα ΄χεις; τον αρωτά η ΄υναίκα dου. Είdα ΄ν΄ ευτός, που κάθεται στσι νώμοι σου ; Λε ετούτο dο bοκάλι, λε΄ ήβγαλα σήμερα στο ψάρεμα και το ΄ξεβούλωσα κι΄ επετάχτηκεν ετούτος ο διάολος κι ΄ ήκατσε στσι νώμοι μου. Εκείνη λοιπό έξυπνη, λέει, μα με το νου σου λέει, το λες ; πως είναι δυνατό ν αχωρή κοσκοτζάμου σώμα μες στο bοκάλι ; Εκείνος λοιπό να επιμένη. Λέει, bα, λέει δε σου πιστέβγω, με τα μάθια μου, λέει, να το δω δε dο πιστέβγω. Κάνει λοιπό ο διάβολος. «Και όμως, κερά μου, ήμου μες στο bοκάλι». Λέει «αδύνατο, και με τα μάθια μου να το δω !». Λέει, τώρα, λέει, που θα το δης, θα το πιστέψης. Σαρτένει λοιπό μάνι-μάνι απού τσινώμοι d΄ αθρώπου και bαίνει μες στο bοκάλι. Εβάστα λοιπό η ΄υναίκα τη dάπα στο χέρι τζη και τονε ταπώνει μες στο bοκάλι και το δώνει του ψαρά, λέει, πάαινε, λέει, πέταξε το πάλι στη θάλασσα. Κι έτσα ΄γλυτώσανε». Από ανέκδοτη συλλογή μου, όπου υπάρχουν κι άλλες παραλλαγές